Ας
προσπαθήσουμε να το δούμε θετικά: Το «παρών/παρούσα» στις ψηφοφορίες στης
Βουλής (με το «παρούσα» πάντως στανικά αφομοιωμένο από το κυρίαρχο και
γραμματικά αρσενικό γένος) δεν είναι μια ψήφος-μη ψήφος, ένα τέχνασμα υπεκφυγής
και διαφυγής από την ευθύνη του καθαρού ναι ή του ακράδαντου όχι.
Δεν είναι ένα παράδοξο «είμαι μέσα μένοντας έξω», ένα «συμφωνώ αρνούμενος» ή «αρνούμαι συμφωνώντας», που δεν το προβλέπει η ζωή, η οποία σπάνια επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες αμέτοχης συμμετοχής, απαιτώντας σε ακέραιο στην αντίθεση ή στη συμφωνία σου.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι η επιλογή «παρών/παρούσα» απορρέει από τη σκέψη του νομοθέτη ότι πρέπει να καλύπτεται και η εύλογη σε αρκετές περιπτώσεις αμφιταλάντευση κάποιων βουλευτών ή ενός κόμματος, ο δισταγμός τους, όταν δεν συμφωνούν ενθουσιωδώς με μια πρόταση, αλλά και πάλι δεν αισθάνονται έτοιμοι να την απορρίψουν δίχως ενοχή.
Θα μπορούσαμε να το δεχτούμε, αν η κοινοβουλευτική εμπειρία δεν έδειχνε ότι αυτό το ιδιότροπο «νόχι», ημιάθροισμα του «ναι» και του «όχι», λειτουργεί σαν δήλωση αποποίησης ευθυνών, μερικής έστω. Το πράγμα γίνεται πολύ περισσότερο απογοητευτικό σε ψηφοφορίες σχεδίων νόμου με κάμποσα άρθρα.
Προχθές το βράδυ, με την ψηφοφορία για τον εκλογικό νόμο, πολλοί απ’ όσους παρακολουθούσαν από το κανάλι της Βουλής ή τον υπολογιστή τους τη μεταμεσονύκτια διαδικασία θα μελαγχόλησαν ακούγοντας τα διάφορα «ναι στα 1, 2, 5, όχι στο 3, παρών στο 4», «παρών στο 2, όχι στα υπόλοιπα», «ναι στο 3, παρών στο 2, όχι στα άλλα».
Θα μελαγχόλησαν παρατηρώντας ότι χρειάστηκε ένα πεντάλεπτο για να διευκρινιστεί τι ακριβώς ήθελε να ψηφίσει κάποιος εκ των ανεξαρτήτων, ο κ. Στάθης Παναγούλης συγκεκριμένα, ένας επιπλέον εκ των ανεξαρτητοποιούμενων βουλευτών που θεωρούν προσωπική την έδρα τους και όχι πρωτίστως (ή, έστω, εν μέρει) του κόμματος με το οποίο πολιτεύτηκαν.
Θα μελαγχόλησαν με την όλη σύγχυση, συσκοτιστική για τον βαθιά πολιτικό χαρακτήρα της ψηφοφορίας. Θα σκέφτονταν τα χρόνια που βρίσκονταν στα φοιτητικά θρανία, όταν πρωτοεισήχθη η μορφή εξετάσεων με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Αρκούσε ένας διαβασμένος για να περάσουν δέκα, που άκουγαν και κατέγραφαν τον ψίθυρό του ή τσάκωναν το σκονάκι του: «1Α, 2Γ, 4Ε...» Αλλά σκονάκι και Βουλή δεν πάει.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Δεν είναι ένα παράδοξο «είμαι μέσα μένοντας έξω», ένα «συμφωνώ αρνούμενος» ή «αρνούμαι συμφωνώντας», που δεν το προβλέπει η ζωή, η οποία σπάνια επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες αμέτοχης συμμετοχής, απαιτώντας σε ακέραιο στην αντίθεση ή στη συμφωνία σου.
Ας πούμε, λοιπόν, ότι η επιλογή «παρών/παρούσα» απορρέει από τη σκέψη του νομοθέτη ότι πρέπει να καλύπτεται και η εύλογη σε αρκετές περιπτώσεις αμφιταλάντευση κάποιων βουλευτών ή ενός κόμματος, ο δισταγμός τους, όταν δεν συμφωνούν ενθουσιωδώς με μια πρόταση, αλλά και πάλι δεν αισθάνονται έτοιμοι να την απορρίψουν δίχως ενοχή.
Θα μπορούσαμε να το δεχτούμε, αν η κοινοβουλευτική εμπειρία δεν έδειχνε ότι αυτό το ιδιότροπο «νόχι», ημιάθροισμα του «ναι» και του «όχι», λειτουργεί σαν δήλωση αποποίησης ευθυνών, μερικής έστω. Το πράγμα γίνεται πολύ περισσότερο απογοητευτικό σε ψηφοφορίες σχεδίων νόμου με κάμποσα άρθρα.
Προχθές το βράδυ, με την ψηφοφορία για τον εκλογικό νόμο, πολλοί απ’ όσους παρακολουθούσαν από το κανάλι της Βουλής ή τον υπολογιστή τους τη μεταμεσονύκτια διαδικασία θα μελαγχόλησαν ακούγοντας τα διάφορα «ναι στα 1, 2, 5, όχι στο 3, παρών στο 4», «παρών στο 2, όχι στα υπόλοιπα», «ναι στο 3, παρών στο 2, όχι στα άλλα».
Θα μελαγχόλησαν παρατηρώντας ότι χρειάστηκε ένα πεντάλεπτο για να διευκρινιστεί τι ακριβώς ήθελε να ψηφίσει κάποιος εκ των ανεξαρτήτων, ο κ. Στάθης Παναγούλης συγκεκριμένα, ένας επιπλέον εκ των ανεξαρτητοποιούμενων βουλευτών που θεωρούν προσωπική την έδρα τους και όχι πρωτίστως (ή, έστω, εν μέρει) του κόμματος με το οποίο πολιτεύτηκαν.
Θα μελαγχόλησαν με την όλη σύγχυση, συσκοτιστική για τον βαθιά πολιτικό χαρακτήρα της ψηφοφορίας. Θα σκέφτονταν τα χρόνια που βρίσκονταν στα φοιτητικά θρανία, όταν πρωτοεισήχθη η μορφή εξετάσεων με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Αρκούσε ένας διαβασμένος για να περάσουν δέκα, που άκουγαν και κατέγραφαν τον ψίθυρό του ή τσάκωναν το σκονάκι του: «1Α, 2Γ, 4Ε...» Αλλά σκονάκι και Βουλή δεν πάει.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ