Η αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης (πολύ μικρού
αριθμού, ευτυχώς, σε σχέση με το σύνολο) μουσουλμάνων σε ευρωπαϊκές χώρες είναι
εξαιρετικά δύσκολη και απαιτεί τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας
πολυδιάστατης πολιτικής που θα επιχειρεί να θεραπεύσει όχι μόνο τα συμπτώματα,
αλλά και τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος.
Η μέχρι τώρα εμπειρία χωρών
όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Βρετανία, αλλά και η Γερμανία, στις προσπάθειες
πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης δεν είναι ιδιαίτερα θετική. Η διαπίστωση αυτή πιστοποιείται
τόσο από τον σημαντικό αριθμό (6.000+) Ευρωπαίων πολιτών που μετέβησαν στη
Συρία για να πολεμήσουν στις τάξεις του «Ισλαμικού Κράτους», όσο και από τις
βίαιες ενέργειες στις οποίες έχουν προβεί σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η Ελλάδα δεν
έχει αντιμετωπίσει ακόμη τέτοια προβλήματα, παρά το γεγονός ότι φιλοξενεί εδώ
και αρκετά χρόνια μια ευμεγέθη κοινότητα μουσουλμάνων μεταναστών.
Η απουσία
εμφανούς ριζοσπαστικοποίησης ελάχιστα οφείλεται σε μια επιτυχημένη κρατική
πολιτική ένταξης και θα πρέπει να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες. Σε κάθε
περίπτωση, η εικόνα αρχίζει να αλλάζει, τόσο λόγω της εισροής αυξανόμενου
αριθμού προσφύγων και μεταναστών, όσο και της συνεχιζόμενης οικονομικής και
ευρύτερης κρίσης (που, ειρήσθω εν παρόδω, συνεχίζει να προκαλεί φαινόμενα ριζοσπαστικοποίησης
στη μη μουσουλμανική νεολαία της χώρας) που δυσχεραίνει σημαντικά την υποδοχή,
φιλοξενία και ένταξη των νέων προσφυγικών και μεταναστευτικών ομάδων.
Η
αναγκαστική παραμονή των ανθρώπων αυτών στην Ελλάδα όχι μόνο θα προκαλέσει
προβλήματα εγκληματικότητας (δράση διακινητών, μικρο-παραβατικότητα, πορνεία),
αλλά και σε συνδυασμό με τις κατά κανόνα κακές συνθήκες διαβίωσης και τη
γενικότερη δυσκολία ένταξης μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση μικρού
αριθμού νέων ανθρώπων και σε πράξεις βίας όπως αυτές που βίωσαν πρόσφατα άλλες
ευρωπαϊκές χώρες.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί –για μια σειρά από λόγους– στόχο υψηλής προτεραιότητας για τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Η εμπειρία έχει δείξει, ωστόσο, ότι όταν αυξάνει η δυσκολία πληγμάτων εναντίον στόχων υψηλής προτεραιότητας λόγω μέτρων ασφαλείας, τότε οι τρομοκράτες «κατεβαίνουν πιο κάτω» στη λίστα, αναζητώντας πιο τρωτούς στόχους. Είμαστε μια χώρα γεωγραφικά προσβάσιμη από τη Μέση Ανατολή και ασφαλώς δεν θα θέλαμε να μετατραπούμε στο μαλακό υπογάστριο ασφαλείας της Ευρώπης, με την εύκολη διέλευση ριζοσπαστικών στοιχείων. Να σημειωθεί, βεβαίως, ότι στην προσπάθεια εκτίμησης της απειλής καλό θα ήταν να αποφύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, φοβικές προσεγγίσεις και γενικόλογες διαπιστώσεις.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί –για μια σειρά από λόγους– στόχο υψηλής προτεραιότητας για τζιχαντιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις. Η εμπειρία έχει δείξει, ωστόσο, ότι όταν αυξάνει η δυσκολία πληγμάτων εναντίον στόχων υψηλής προτεραιότητας λόγω μέτρων ασφαλείας, τότε οι τρομοκράτες «κατεβαίνουν πιο κάτω» στη λίστα, αναζητώντας πιο τρωτούς στόχους. Είμαστε μια χώρα γεωγραφικά προσβάσιμη από τη Μέση Ανατολή και ασφαλώς δεν θα θέλαμε να μετατραπούμε στο μαλακό υπογάστριο ασφαλείας της Ευρώπης, με την εύκολη διέλευση ριζοσπαστικών στοιχείων. Να σημειωθεί, βεβαίως, ότι στην προσπάθεια εκτίμησης της απειλής καλό θα ήταν να αποφύγουμε, στο μέτρο του δυνατού, φοβικές προσεγγίσεις και γενικόλογες διαπιστώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και της
ριζοσπαστικοποίησης απαιτείται μια πολυεπίπεδη στρατηγική, που θα περιλαμβάνει,
μεταξύ άλλων, αποτελεσματικότερη συνεργασία με άλλα κράτη και οργανισμούς,
βελτίωση της εκπαίδευσης των υπηρεσιών ασφαλείας, έγκαιρη ετοιμασία μιας
πολιτικής πρόληψης της ριζοσπαστικοποίησης και, κυρίως, μια στρατηγική
εσωτερικής ασφαλείας (οι βασικές αρχές της οποίας σκιαγραφήθηκαν στη Λευκή
Βίβλο του ΕΛΙΑΜΕΠ για την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Ασφάλεια και Αμυνα [Εκδόσεις
Σιδέρη, Αθήνα, 2016]). Είναι θετικό ότι εσχάτως παρατηρείται μια κινητικότητα
των αρμοδίων υπηρεσιών προς αυτή την κατεύθυνση.