Πιστεύεται πως η
παγκόσμια οικονομία διέρχεται μία μακρόχρονη φάση bear με αρνητικά επιτόκια και
αποπληθωρισμό. Ήδη από την κρίση του 2007-08 το βάρος της ενίσχυσης της ζήτησης
έχει πέσει στις πλάτες των τραπεζιτών με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις
προσπάθειες του Μάριο Ντράγκι το 2012 να διασώσει το ευρώ.
Παρά
τις προσπάθειες, η ανάπλαση της παγκόσμιας οικονομίας είναι ακόμα ισχνή. Ο
πληθωρισμός παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ η νομισματική πολιτική είναι
επιφυλακτική ή ακόμα και αντιφατική: όσο εμπνέει εμπιστοσύνη, άλλο τόσο
προκαλεί φόβο, κάτι που αποτυπώνεται στη στροφή των πολιτών σε λαϊκιστές
πολιτικούς.
Τα αρνητικά επιτόκια στην Ευρώπη και την Ιαπωνία παρατείνουν
την ανησυχία, την ίδια ώρα που το QE συντελεί σε χτίσιμο χρέους αναδυόμενων
οικονομιών. Παρά το φθηνό χρήμα, η τραπεζική πίστη αμφισβητείται – κάτι που
ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας με όλα βέβαια, τα ιδιόμορφα
χαρακτηριστικά της. Οι αρνητικές προσδοκίες για συνέχιση αυτών των φαινομένων
προεξοφλούνται σε εμπορικές συμφωνίες που καταδεικνύουν την ενόχληση των
επενδυτών για μια νέα ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας. Ταυτόχρονα, πολλοί
κάνουν λόγο για έλλειψη εργαλείων καταπολέμησης μιας νέας ύφεσης.
Από
τη θετική σκοπιά διαφαίνεται αυτή η ύπαρξη όπλων για την εκτόνωση της νάρκης
του αποπληθωρισμού από τις αναδυόμενες οικονομίες με την παροχή των κατάλληλων
εργαλείων στους κεντρικούς τραπεζίτες από την κεντρική εξουσία, κάτι
βέβαια που στη δική μας περίπτωση είναι ανεδαφικό. Αποδεικνύεται πως με την ως
τώρα εφεκτική στάση πολλών κυβερνήσεων και την αποτυχία αναγνώρισης
της ανάγκης ευθυγράμμισης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής,
καταβαραθρώθηκε κάθε ερέθισμα απεμπλοκής από τη λιτότητα.
Έχει
έρθει λοιπόν η ώρα για τις κυβερνήσεις να γίνουν συμπολεμιστές των κεντρικών
τραπεζιτών. Ίσως να χρειάζεται να εφαρμοστούν κάποιες τεχνικές που άλλοτε
φάνταζαν ριζοσπαστικές, όπως η χρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης ή περικοπή
φόρων χωρίς τραπεζική ανάμιξη, με ταυτόχρονη αύξηση της χρηματικής ροής
που θα οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης. Σε αυτό θα βοηθούσε οι κεντρικές
τράπεζες να αλλάξουν τους στόχους του πληθωρισμού.
Μία
άλλη πρακτική επιδρά στο εισόδημα και τις τιμές με πολιτικές που έχουν ως στόχο
μισθολογικές αυξήσεις ή κίνητρα φοροαπαλλαγών που θα γεννούσαν ένα σπιράλ με
κατ’ επέκταση αλλαγή στους στόχους του πληθωρισμού και της κατανάλωσης.
Όλα
τα παραπάνω εμπεριέχουν αναμφισβήτητα ρίσκα. Η ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική
περιορίζεται αυστηρά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Όταν όμως οι αναπτυγμένες
οικονομίες αγγίξουν τον πάτο του αποπληθωρισμού, αναπόδραστα θα χρειαστούν
μέτρα ίσως ακόμα πιο ακραία. Το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής θα ήταν
ίσως το χρησιμότερο στην παρούσα φάση. Υπάρχει πολύς χώρος δανεισμού, πολύ
φθηνού μάλιστα, στη θέση της ισοπεδωτικής λιτότητας. Με υπολογισμούς για
πάνω από 7 τρις παγκοσμίως κρατικά ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις ο
κρατικός δανεισμός καθίσταται πολύ ελκυστικός, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από
δυνατά στοιχεία ενεργητικού και σημαντικά έργα υποδομής.
Απαραίτητοι
βέβαια και δομικοί μετασχηματισμοί στη λειτουργία των φορέων της ανάπτυξης, τις
τράπεζες. Με πολλούς προβληματικούς ισολογισμούς, η διαγραφή των κόκκινων
στοιχείων είναι η μία όψη της της λύσης. Το ιδανικό θα μπορούσε να περιλαμβάνει
την επιμελή διόρθωση των κανόνων λειτουργίας και εποπτείας ώστε οι κυβερνήσεις
να προωθούν είτε αυξήσεις κεφαλαίου είτε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια.
Η
απορρύθμιση είναι μία άλλη προτεραιότητα. Η απλοποίηση κανονισμών, ή του
φορολογικού κώδικα σε πολλές χώρες για παράδειγμα, θα συντελούσε τόσο
στην κρατική ελάφρυνση όσο και στην κινητικότητα προς τα πάνω φτωχότερων
στρωμάτων.
Ουσιαστικά
όλα κατατείνουν πως το πρόβλημα δεν είναι η αποστέρηση της οικονομίας από
εναλλακτικές πολιτικές. Οι πολιτικοί γνωρίζουν ότι εκείνοι είναι που μπορούν να
κάνουν τη διαφορά, αλλά συχνά αποδεικνύονται αδύναμοι. Η αμερικανική εσωτερική
πολιτική είναι περισσότερο διασπασμένη από ποτέ, οι Ιάπωνες πολιτικοί φοβούνται
να έρθουν σε ρήξη με τα λόμπι, και η ευρωζώνη δείχνει πολιτικά και θεσμικά
ανίκανη να ενωθεί γύρω από νέες πολιτικές.
Αν
οι πολιτικοί αποτύχουν να αναλάβουν την κατάλληλη δράση όσο είναι καιρός,
μία επερχόμενη δριμεία και εξαπλωμένη κρίση θα επιφέρει αντιδράσεις εναντίον
τους. Ενδεικτικό και άκρως ανησυχητικό είναι ότι οι αγορές σε ύφεση και οι
στάσιμες οικονομίες έχουν δώσει πολιτική εξουσία στους λαϊκιστές, οι οποίοι
αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη δυναμική στους ώμους της κρίσης του 2007-08. Οι
λαϊκιστές διαθέτουν τις δικές τους λύσεις στις οικονομικές δυσκολίες -
προστατευτικές ταρίφες, υπέρμετρους φόρους, εθνικισμό και μια σειρά από
πολιτικές που παρά την καταστροφικότητά τους αποκτούν αποδοχή, κυρίως γιατί
είναι οι μόνες προβαλλόμενες.
Αυτό
δείχνει πως πίσω από την ανησυχία ότι οι κεντρικές τράπεζες δε μπορούν πλέον να
παράξουν λύσεις, κρύβεται μία ακόμα μεγαλύτερη: αν οι φιλελεύθεροι και κεντρώοι
πολιτικοί είναι κατάλληλοι για να αναλάβουν δράση κατά της ύφεσης και του
λαϊκισμού που αυτή συμπαρασύρει.
* Ο κ. Γ.
Κατοστάρης, ΜΒΑ, είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Νέων Επιχειρηματιών Ελλάδας, CEO
της GK Venture Management