Δέσμια καχυποψιών που επί χρόνια την
δυναστεύουν, η δημόσια ζωή στην Ελλάδα ανακαλύπτει διαρκώς φοβίες και απειλές.
Με τη συνδρομή και της οικονομικής κρίσης, που ούτως ή άλλως δημιουργεί φοβικό
περιβάλλον, οι πολιτικές που διαμορφώνονται δεν υπακούουν κατʼ ανάγκην σε ιδεολογικά ή αξιακά πλαίσια, αλλά συναρτώνται με
υποθέσεις εργασίας και επαπειλούμενα δεινά, τα οποία και προσδιορίζουν την τελική στάση καθενός.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, όπου η Βουλή κλήθηκε να ψηφίσει υπέρ ή κατά της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, υπήρξαν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που προσδιόρισαν τη στάση τους όχι από το αν η Πολιτεία πρέπει να διακόψει τη χρηματοδότηση μιας οργάνωσης που κατηγορείται από τη Δικαιοσύνη για εγκληματική δράση, αλλά από το φόβο μήπως οι “συστημικές” δυνάμεις αφομοιώσουν την Αριστερά.
Την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ νιώθει και λέει πως βρίσκεται με το ένα πόδι στον προθάλαμο της διακυβέρνησης, υπάρχουν στελέχη του που βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Εγκλωβίζονται έτσι σε αδιέξοδες ομφαλοσκοπήσεις, που ταιριάζουν πιθανώς στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, όχι, ωστόσο, και σε κόμμα που χτυπά την πόρτα της εξουσίας.
Αλλά και στην άλλη πλευρά του λόφου, πολιτικοί και παράγοντες του δημόσιου χώρου, ενώ κατανοούν ότι μια σειρά μέτρων που επείγεται να επιβάλλει η τρόικα, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αναπαραγωγή του υφεσιακού κύκλου που πνίγει τη χώρα, επαναλαμβάνουν μοιρολατρικά το επιχείρημα ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει, ριγούν στην προοπτική να τεθεί σε δοκιμασία η κυβερνητική πλειοψηφία και μεταθέτουν την ανάγκη εκπόνησης εναλλακτικών προτάσεων για... καλύτερες μέρες.
Και στις δύο περιπτώσεις – όσο άσχετες κι αν φαντάζουν μεταξύ τους– υπάρχει ένα κοινό σημείο: γιατί είτε με πρόσχημα την “καθαρότητα” της Αριστεράς, είτε με άλλοθι τον “πραγματισμό” των συσχετισμών, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι ο φόβος του αύριο καταπλακώνει το σήμερα, περιχαρακώνει δυνάμεις και αφυδατώνει την πολιτική, μετατρέποντάς την σε άσκηση διαχείρισης προεξοφλημένων βεβαιοτήτων.
Με τη γλώσσα του ποδοσφαίρου, σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν δύο επιλογές: μπορείς να πετάξεις τη μπάλα μπροστά και να περάσεις στην επίθεση ή, απλώς, να την πετάξεις... στην εξέδρα. Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν δεν χάσεις, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να κερδίσεις.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, όπου η Βουλή κλήθηκε να ψηφίσει υπέρ ή κατά της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, υπήρξαν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που προσδιόρισαν τη στάση τους όχι από το αν η Πολιτεία πρέπει να διακόψει τη χρηματοδότηση μιας οργάνωσης που κατηγορείται από τη Δικαιοσύνη για εγκληματική δράση, αλλά από το φόβο μήπως οι “συστημικές” δυνάμεις αφομοιώσουν την Αριστερά.
Την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ νιώθει και λέει πως βρίσκεται με το ένα πόδι στον προθάλαμο της διακυβέρνησης, υπάρχουν στελέχη του που βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Εγκλωβίζονται έτσι σε αδιέξοδες ομφαλοσκοπήσεις, που ταιριάζουν πιθανώς στις οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, όχι, ωστόσο, και σε κόμμα που χτυπά την πόρτα της εξουσίας.
Αλλά και στην άλλη πλευρά του λόφου, πολιτικοί και παράγοντες του δημόσιου χώρου, ενώ κατανοούν ότι μια σειρά μέτρων που επείγεται να επιβάλλει η τρόικα, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αναπαραγωγή του υφεσιακού κύκλου που πνίγει τη χώρα, επαναλαμβάνουν μοιρολατρικά το επιχείρημα ότι άλλος δρόμος δεν υπάρχει, ριγούν στην προοπτική να τεθεί σε δοκιμασία η κυβερνητική πλειοψηφία και μεταθέτουν την ανάγκη εκπόνησης εναλλακτικών προτάσεων για... καλύτερες μέρες.
Και στις δύο περιπτώσεις – όσο άσχετες κι αν φαντάζουν μεταξύ τους– υπάρχει ένα κοινό σημείο: γιατί είτε με πρόσχημα την “καθαρότητα” της Αριστεράς, είτε με άλλοθι τον “πραγματισμό” των συσχετισμών, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι ο φόβος του αύριο καταπλακώνει το σήμερα, περιχαρακώνει δυνάμεις και αφυδατώνει την πολιτική, μετατρέποντάς την σε άσκηση διαχείρισης προεξοφλημένων βεβαιοτήτων.
Με τη γλώσσα του ποδοσφαίρου, σε κάθε παιχνίδι υπάρχουν δύο επιλογές: μπορείς να πετάξεις τη μπάλα μπροστά και να περάσεις στην επίθεση ή, απλώς, να την πετάξεις... στην εξέδρα. Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν δεν χάσεις, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν πρόκειται να κερδίσεις.
Χρήστος Μαχαίρας δημοσιογράφος