Καθώς για πολλούς η ποίηση είναι λογοτεχνικό είδος
αχρείαστο, ακαταλαβίστικο ίσως, ξόδεμα χρόνου, αυτεπίστροφο εγχείρημα για τους
αναρίθμητους θεράποντές της, είναι αλήθεια ότι οι μελοποιήσεις στίχων
προσφέρουν έργο χρήσιμο, ενίοτε εθνικό. Ακούγοντας ας πούμε τις δύο τετράστιχες
στροφές από τον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», κατά την ανάκρουση του εθνικού
ύμνου μάς κατακλύζει περηφάνια που εξαίρεται μαζικά όταν συνοδεύεται και από
ολυμπιακά μετάλλια.
Ωστόσο εκείνες τις ώρες, αλλά και πριν και μετά, ίσως εφ’ όρου
ζωής, αναρωτιέται κανείς από πόσες στροφές αποτελείται ο εθνικός μας ύμνος και
πόσους άλλους στίχους γνωρίζει; Μάλλον όχι. «Περιττή» πληροφόρηση. Και ποιος
δεν βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή διεθνούς υπεροχής, μνημονεύοντας τους δύο
νομπελίστες ποιητές μας, Σεφέρη και Ελύτη;
Η φωνή του Μπιθικώτση (κυρίως αυτού)
μάς δονεί, του οφείλουμε τα ακούσματα –άρα και κατασταλαγμένη άποψη– για την
ποιότητα του έργου τους, το πεντάγραμμο μας φέρνει κοντά στους μεγάλους
γραφιάδες. Οι στίχοι βεβαίως επιστρατεύονται –πρωταθλητής εδώ ο Καβάφης– από
χρήστες του γραπτού λόγου και από κάθε λογής παρλάτορες, ως ενισχυτικά
συστατικά επιχειρημάτων και επίδειξης ευρύτερης παιδείας.
Συγγενής με τα παραπάνω αλήθεια: αρκεί μία και μόνον επίσκεψη στον Ιερό Βράχο, σε σχολική εκδρομή, για να αισθάνεσαι περήφανος ως Ελλην, μια ζωή, για το κορυφαίο μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, από εκεί πάνω η θέα είναι μαγευτική, χάνουν όσοι δεν ανέβηκαν καν δεύτερη φορά – πόσο μάλλον πρώτη. Πλάτων και Αριστοτέλης; Και τίποτα να έχεις αποταμιεύσει, αρκεί που ήταν αρχαίοι Ελληνες, όμαιμοί μας, η δόξα τους είναι κληρονομιά μας. Τα παραπάνω συνθέτουν μια συνθήκη με παραγράφους υποκρισίας και ανοικτή συμμετοχή.
Συγγενής με τα παραπάνω αλήθεια: αρκεί μία και μόνον επίσκεψη στον Ιερό Βράχο, σε σχολική εκδρομή, για να αισθάνεσαι περήφανος ως Ελλην, μια ζωή, για το κορυφαίο μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, από εκεί πάνω η θέα είναι μαγευτική, χάνουν όσοι δεν ανέβηκαν καν δεύτερη φορά – πόσο μάλλον πρώτη. Πλάτων και Αριστοτέλης; Και τίποτα να έχεις αποταμιεύσει, αρκεί που ήταν αρχαίοι Ελληνες, όμαιμοί μας, η δόξα τους είναι κληρονομιά μας. Τα παραπάνω συνθέτουν μια συνθήκη με παραγράφους υποκρισίας και ανοικτή συμμετοχή.
Πλην των
επιστημόνων-ερευνητών και των παθιασμένων φιλαναγνωστών που κλέβουν χρόνο (αφού
μπορούν) ώστε να μεριμνούν σ’ αντικείμενα τερπνά χωρίς χρησιμοθηρία, για
πολλούς η λύση είναι δοκιμασμένη και μεταξύ κατεργαραίων πειστική. Υποδύομαι
ότι γνωρίζω, κρατώντας τα μπόσικα· είναι η σοβαροφάνεια, ο θεατρινισμός
πρωτοετούς της αμάθειας, η γονυκλισία στο κοινώς αποδεκτό, από τον φόβο μη
δηλώσω άγνοια και εκτεθώ. Ερχεται ως φυσικό επόμενο το φαινόμενο του
νεοελληνικού ξερολισμού, ο πληθυσμός όσων μιλούν επί παντός είναι ασύγκριτα
μεγαλύτερος. Πόσοι απέμειναν να ξέρουν-μπορούν ν’ ακούν;
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα; Απεταξάμην. Συμπυκνώνει ο Κωστής Παπαγιώργης στο έξοχο «Σωκράτης – Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί»: «Δεν δίδαξε τίποτε, δεν γνώριζε το παραμικρό, δεν άφησε γραπτά, παραδίνεται στον νόμο της πολιτείας και δεν διστάζει στιγμή να υποταχτεί στην αδικία, προσφέροντας στην πόλη σφάγιο τον εαυτό του». Πριν από κοντά σαράντα χρόνια πήραμε μέρος, ως Ελλάς, στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον με το τραγούδι «Σωκράτη εσύ σούπερ σταρ». Με περηφάνια.
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα; Απεταξάμην. Συμπυκνώνει ο Κωστής Παπαγιώργης στο έξοχο «Σωκράτης – Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί»: «Δεν δίδαξε τίποτε, δεν γνώριζε το παραμικρό, δεν άφησε γραπτά, παραδίνεται στον νόμο της πολιτείας και δεν διστάζει στιγμή να υποταχτεί στην αδικία, προσφέροντας στην πόλη σφάγιο τον εαυτό του». Πριν από κοντά σαράντα χρόνια πήραμε μέρος, ως Ελλάς, στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον με το τραγούδι «Σωκράτη εσύ σούπερ σταρ». Με περηφάνια.