Είναι πολλές οι αιτίες που τα ασφαλιστικά ταμεία
έχουν περιέλθει στη σημερινή προβληματική κατάσταση. Και δυστυχώς δεν είναι
μόνο εκείνες που έχει προκαλέσει η κρίση των τελευταίων χρόνων. Είχαν προηγηθεί
άλλες. Με σημαντικότερη την εξωφρενική αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Ξεκίνησε το 2000 από το 1,3 δισ. και έφτασε το 2009 στα 5,1 δισ. Που σημαίνει
ότι κάθε χρόνο αυξανόταν κατά περίπου 10% και συνολικά ξοδεύτηκαν 20 δισ.
περισσότερα απ' όσα έπρεπε.
Με την έναρξη της κρίσης μπήκαμε στην αντίστροφη
διαδρομή. Και ο περιορισμός της δαπάνης κινήθηκε ταχύτερα από την αύξηση, με αποτέλεσμα
το ετήσιο ύψος της να έχει περιοριστεί στα 2,4 δισ. και να υπάρχουν προοπτικές
για ακόμη μεγαλύτερη μείωση.
Που φυσικά θα πρέπει να επιτευχθεί χωρίς να
προκληθούν επικίνδυνοι κλυδωνισμοί στην αγορά του φαρμάκου. Η ποιότητα και η
επάρκεια πρέπει να αποτελούν αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις.
Κι εδώ είναι που όλοι οι καθ' οιονδήποτε τρόπο
εμπλεκόμενοι στο θέμα του φαρμάκου οφείλουν να επιδείξουν το επιβαλλόμενο
αίσθημα ευθύνης και να συνεργαστούν, αν είναι δυνατόν, έτσι ώστε να προκύψει το
καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Διότι -θεωρητικά τουλάχιστον- ο στόχος του
ποιοτικού και φτηνού φαρμάκου είναι κοινός. Ή πρέπει να είναι.
Η αύξηση της κατανάλωσης των γενοσήμων αποτελεί τον
αποτελεσματικότερο τρόπο συγκράτησης ή και μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης σε
όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση. Και η ίδια τακτική θα πρέπει να ισχύσει και στη χώρα
μας. Χωρίς περιττές αντεγκλήσεις και κομματικά ιδιοτελείς επικρίσεις.
Μόνο που η διάθεση αυτή δεν πρέπει να
εκδηλώνεται κατόπιν εορτής και αφού έχουν προηγηθεί ισχυρισμοί και κατηγορίες
που καθιστούν ανέφικτη την όποια προσπάθεια εποικοδομητικής συνεργασίας. Γιατί
τότε είναι αδύνατο να αποδώσει.