.Αντίο «ανάπτυξη»

Η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία και πριν, αλλά και στην παρούσα κρίση της, ξέρει να βάζει μόνο 3 ταυτόσημους στόχους: μεγέθυνση! επέκταση! ανάπτυξη!

Οι δε πολιτικοί της εκφραστές αναμασάνε συνέχεια τα ίδια λόγια: αν θέλουμε κοινωνική ευημερία θα την πετύχουμε μόνο μέσω της οικονομικής ανάπτυξης!  Από την Αριστερά μέχρι τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Νέο-φιλελεύθερους υπάρχει ταύτιση: όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ανάπτυξη, από την Ελλάδα και την Ευρώπη, μέχρι και τη πιο απομακρυσμένη περιοχή. Όση περισσότερη ανάπτυξη τόσο το καλύτερο. Καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη; Κάτι αδιανόητο!
 
Οικονομία με λιγότερη ανάπτυξη; Μια τέτοια πρόταση θα έβλαπτε την καριέρα κάθε πολιτικού που θα την έκανε, ανεξάρτητα του κόμματος που θα ανήκε. Η ιδεολογία της ανάπτυξης-μεγέθυνσης έχει κυριαρχήσει στην πλειοψηφία των συνειδήσεων των πολιτών. Ιδίως στις χώρες του «αναπτυγμένου κόσμου», αλλά όχι μόνο. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δε μπορούσε παρά να παγκοσμιοποιήσει και την ιδεολογία που τον συνοδεύει.
 
Άλλο όμως ιδεολογία και άλλο οικονομική πραγματικότητα! Γιατί όλες οι οικονομικές δραστηριότητες γίνονται στα πλαίσια ενός πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, της εργασίας συμπεριλαμβανομένης. Η πραγματική οικονομία είναι ένα υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου. 
Υπάρχει μια λανθασμένη υπόθεση: σε ένα πεπερασμένο σύστημα όπως το δικό μας πλανητικό, δεν μπορεί ένα υποσύστημά του, όπως είναι η οικονομία, να αυξάνεται απείρως.  Η καμπύλη με την οποία παριστάνουν οι οικονομολόγοι την εξέλιξή της οικονομίας δεν μπορεί να είναι ανοδική-και μάλιστα εκθετική- χωρίς να τελειώνει ποτέ!
 
Αυτό φαίνεται να μη γίνεται αντιληπτό, γιατί η πραγματική οικονομία ηγεμονεύεται πια από την χρηματοπιστωτική. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί σε ένα βαθμό να παρουσιάζει την προοπτική της αέναης μεγέθυνσης. Αυξάνει τους όγκους χρήματος με διάφορους τρόπους, μέσω του τραπεζικού συστήματος, χωρίς μεγάλο κόστος. Στην πραγματική οικονομία όμως, για να παραχθούν αντικείμενα και αγαθά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες υλικών και ενέργειας, τα οποία όλο λιγοστεύουν και ακριβαίνουν.
  
Αυτό που κάνει ο χρηματιστικός τομέας δεν είναι πραγματική μεγέθυνση, είναι «φούσκα». Δεν μεγαλώνει την πίτα, απλώς τη φουσκώνει: μέσω του δανεισμού προς την πραγματική καπιταλιστική οικονομία αυξάνει μεν τον  όγκο της παραγωγής της, αλλά θα πρέπει παράλληλα να αυξηθεί και η ζήτηση για κατανάλωση αυτού του όγκου των προϊόντων και υπηρεσιών. Αυτή η αύξηση της κατανάλωσης υπερβαίνει το συνήθως το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών που καλούνται να το καταναλώσουν.
 Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για πίστωση και δάνεια προς τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές, καθώς και προς τις κυβερνήσεις και τα κράτη για χρηματοδότηση της επιπλέον –πέραν αυτής που επιτρέπουν τα τρέχοντα ετήσια εισοδήματα-ατομικής και κοινωνικής κατανάλωσης. Αλλά με αυτόν τον τρόπο αυτό που καταναλώνεται επιπλέον είναι το μέλλον μας σαν παραγωγών αγαθών. Δανειζόμενοι σαν καταναλωτές, καταναλώνουμε στην ουσία τη μελλοντική προσδοκώμενη παραγωγή μας, σαν παραγωγοί. 
Οι δανειζόμενοι ( νοικοκυριά, χώρες) είναι υποχρεωμένοι,  από τη μια να συντηρούν το επίπεδο κατανάλωσης που πέτυχαν μέσω του δανεισμού,  αφετέρου να αποπληρώνουν το δάνειο. Πιέζονται επομένως να αυξάνουν στο μέλλον τα εισοδήματά τους, άρα και την παραγωγικότητα/αποδοτικότητα τους. Αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξάντληση όχι μόνο των παραγωγικών πόρων των απαραίτητων για την αυξανόμενη παραγωγή, αλλά και των ίδιων σαν παραγωγών. Η μελλοντική εξάντληση-έλλειψη είναι και η βάση για τη σημερινή «φούσκα» που δημιουργεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Είναι όμως φανερό ότι μειώνονται συνεχώς οι πραγματικές δυνατότητες να συντηρηθεί η διαδικασία αυτή, στο άμεσο μέλλον . Η πραγματική καπιταλιστική οικονομία- και ο κινητήρας της (http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/o-kinitiras-tis-pagkosmiopoiisis-retarei) - που ικανοποιεί την κατανάλωση δε μπορεί να μεγεθύνεται στο διηνεκές, άρα δε θα μπορεί να μεγεθύνεται αντίστοιχα και η κατανάλωση. Ακόμα και όταν την ονομάσει κανείς πράσινη ή αειφορική.
 
Εξαιτίας αυτής της αξεπέραστης πραγματικότητας έχουμε εξελίξεις και στο πολιτικό επίπεδο: ενώ μέχρι σήμερα οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού απεικονίζονταν ως παρεκκλίσεις από το μοντέλο της ευμάρειας και την κατανάλωσης ή ως σκληρές επιλογές «ακραίων» φιλελεύθερων, τώρα το τέλος των κοινωνιών της αφθονίας αντιμετωπίζεται με ένα κλίμα ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής.
 
Σήμερα οι εξελίξεις δεν αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος της ανάπτυξης-κατανάλωσης- αφθονίας, που επικρατούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια( «χρυσή τριακονταετία»). Η νέα κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»( περίοδος συνεχούς κρίσης και διαρκών αναταράξεων και πιθανών κοινωνικών μετασχηματισμών), δε χρειάζεται να στηρίζεται στη συναίνεση της μεσαίας τάξης και στην ιδεολογική συμφωνία των «από κάτω».
 
 Δημιουργείται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην αναπτυγμένη Δύση και Ευρώπη, μια ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου. Οι τοπικοί πόλεμοι και το προσφυγικό ζήτημα συμβάλουν τα μέγιστα σε αυτό. Σε αυτό το περιβάλλον απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας.  
Οι αστικοί θεσμοί μπαίνουν σε μια βαθειά κρίση. Ξεκινώντας από τον αδύνατο κρίκο της Ν. Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας. Και η υπόσχεση της αριστεράς, ότι αν θα αναλάμβανε την διακυβέρνηση-σε Ελλάδα, Ισπανία και όχι μόνο-θα αποκαταστούσε την αστική νομιμότητα, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα. 
Υπάρχει όμως και ένα καλό σε αυτές τις εξελίξεις. Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι η κατάσταση δεν αλλάζει «από τα πάνω», έστω και αν βρεθεί στην κυβέρνηση η αριστερά.  Αν στο μεταξύ δεν εμφανιστούν ισχυρά κοινωνικά-πολιτικά κινήματα θα έχουμε μάλλον ως αποτέλεσμα την  επικράτηση παντού αυταρχικών και σκληρών καθεστώτων.
 
Ειδικά για την ελληνική κοινωνία: οι ημέρες της φαινομενικής ευμάρειας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Η επιστροφή στην μια από τα ίδια «ανάπτυξη» που ευαγγελίζεται και η σημερινή κυβέρνηση –της όπως και να την πούμε-αριστεράς δεν πρόκειται να γίνει με τους όρους που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ. Την αναζωογόνηση της ελληνικής κοινωνίας θα μπορέσει να την πετύχει μόνο ένα  σύγχρονο κοινοτικό κίνημα συμβουλίων των Ελλήνων «από κάτω», που ξεκινώντας από το τοπικό επίπεδο θα εγκαθιδρύσει κοινοτικές δομές άμεσης δημοκρατίας: στην οικονομία, στις κοινωνικές, στις πολιτισμικές και τις πολιτικές σχέσεις.
 
Με εφαλτήρες τον αγροδιατροφικό τομέα, τον ενεργειακό και αυτόν του ήπιου τουρισμού, και με τη στρατηγική της Τοπικοποίησης-αποανάπτυξης, συνδεδεμένης με τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων από τα κάτω προς τα πάνω με βάση τις συνελεύσεις των κάθε μορφής κοινοτήτων και την οργάνωση ενός- διαφόρων επιπέδων- συστήματος συμβουλίων. Η στρατηγική αυτή μπορεί να αποδειχθεί – ίσως- η μόνη που μπορεί να μας βγάλει από τα σημερινά αδιέξοδα, δίχως να αναγκαστούμε να θυσιάσουμε όσα στοιχεία ισότητας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης έχουν απομείνει.

.Η «ενημέρωση» της Προόδου

Η​​ εναντίωση στον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου (Ιράκ 2003) ήταν μια πολιτική θέση. Ορθή κατά τη γνώμη του γράφοντος, αλλά αυτό δεν είναι παρά μία άποψη. Το ίδιο πίστευε και η τότε διοίκηση της ΕΣΗΕΑ. Η τελευταία όμως, επειδή ήταν και Αριστερή, δεν αρκέσθηκε να την εκφράσει σε ένα κείμενο, όπως κάναμε πολλοί. 

Εξέδωσε ανακοίνωση και ζητούσε «να οργανωθούν με ευθύνη των εκπροσώπων των συντακτών συγκεντρώσεις στους χώρους εργασίας, όπου οι δημοσιογράφοι και οι άλλοι εργαζόμενοι κάθε μέσου ενημέρωσης θα συζητήσουν για την απειλή του πολέμου και θα αναζητήσουν τρόπους περαιτέρω κοινής δράσης υπέρ της ειρήνης». 

Και το μιντιακό σύστημα της χώρας το έκανε επιμελώς: επί 22 ημέρες οι Ελληνες αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές, μάθαιναν για τις περήφανες νίκες των στρατευμάτων του Σαντάμ.
Διάβαζαν ότι οι «Αμερικανοί κόλλησαν στην άμμο», άκουγαν πως «η Βαγδάτη γίνεται Στάλινγκραντ». Μέχρι που ένα πρωί είδαν το άγαλμα του δικτάτορα να πέφτει.

Αυτό ήταν μόνο μία από τις περιόδους εικονικής πραγματικότητας που έζησε ο τόπος. Για το Αφγανιστάν οι Ελληνες πίστευαν ότι «θα γίνει ο τάφος της αμερικανικής αυτοκρατορίας». Αυτό διάβαζαν στις ελληνικές εφημερίδες. Ανθολογήσαμε, τότε, μερικά δημοσιεύματα της τελευταίας εβδομάδας του πολέμου: «Για 95 νεκρούς Αμερικανούς και πολλούς αιχμαλώτους στο Αφγανιστάν μιλούν τώρα οι Ταλιμπάν, που δηλώνουν έτοιμοι για μακροχρόνιο πόλεμο, τη στιγμή που η Βόρεια Συμμαχία δεν δείχνει έτοιμη να προωθήσει αποφασιστικά τις θέσεις της» (ελληνικές εφημερίδες 6.11.2001). 

«Εχοντας εμπλακεί σ’ έναν πόλεμο χωρίς ορατό τέλος και συγκεκριμένο πολιτικό στόχο και –παρά την πείρα του παρελθόντος– χωρίς σχέδιο απαγκίστρωσης, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους είναι προφανές ότι αρχίζει να μην αισθάνεται και τόσο άνετα όσο όταν άρχιζαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις» (7.11.2001). «Τις δυσκολίες των επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν συνειδητοποιούν σταδιακά οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, φροντίζοντας πλέον να τονίζουν ότι οι εξελίξεις δεν θα είναι γρήγορες και εισάγοντας στις δηλώσεις τους τη λέξη “υπομονή”» (9.11.2001). 

«Το πρώτο σοβαρό ρήγμα στην αμερικανοβρετανική συμμαχία έχει αρχίσει να διαφαίνεται και Βρετανοί υπουργοί εκφράζουν ανησυχίες για την έκβαση των επιχειρήσεων στο Αφγανιστάν» (10.11.2001). «Κι ενώ πλησιάζει το Ραμαζάνι και ο βαρύς αφγανικός χειμώνας, η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς είναι απόδειξη μιας χρεοκοπημένης πολιτικής» (11.11.2001). «Επεσε τη νύχτα η Καμπούλ» (13.11.2001).

Μονόστηλο η σφαγή
Στη Γιουγκοσλαβία πάλι, οι Ελληνες «έμαθαν» (και πολλοί το πιστεύουν ακόμη) ότι οι Αλβανοί εκκαθάριζαν τους Σέρβους. Η μεγάλη σφαγή 8.000 αμάχων στη Σρεμπρένιτσα έγινε μονόστηλο· σε κάποιες εφημερίδες μόνο. Ηταν τότε που η Ελλάδα είχε «τα καλύτερα ΜΜΕ του κόσμου». Το BBC έκανε νατοϊκή προπαγάνδα ενώ το Alter έλεγε την αλήθεια· η Monde παραπληροφορούσε, σε αντίθεση με την «Αυριανή».

Στην Ελλάδα του διάχυτου αριστερισμού και του εύκολου αντιιμπεριαλισμού, ποτέ δεν συζητήθηκε πώς δημιουργήθηκε η αναντιστοιχία μεταξύ της πραγματικότητας και όσων τα ΜΜΕ μετέδιδαν. Αν και τα ΜΜΕ στις περισσότερες περιπτώσεις δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ ευαισθητοποιήθηκε μόνον όταν κάποιοι δημοσιογράφοι δεν υποστήριξαν την παραδοσιακή αριστερίστικη γραμμή του «Οχι». 

Για πρώτη φορά «είδαν» παραβιάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας· ποτέ όταν τα ΜΜΕ έκαναν το μαύρο των «σοσιαλιστικών παραδείσων», άσπρο. Ακόμη και όταν υπήρχε το αίτημα –από ελάχιστους, ομολογουμένως– για σφαιρική ενημέρωση στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ο θεωρητικός της Προόδου και καθηγητής του Παντείου κ. Γ. Ρούσσης ζητούσε να το βουλώσουν, διότι «...όπως την ώρα που κρινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κανενός, πέρα από ελάχιστους δωσίλογους, δεν του πέρασε από το μυαλό να κάνει λόγο για τις δίκες της Μόσχας...» («Ελευθεροτυπία» 5.5.1999), ενώ στην ίδια εφημερίδα το κύριο άρθρο της την ίδια ημέρα έλεγε ότι οι «μετρημένοι στα δάχτυλα επικριτές (σ.σ.: των ελληνικών ΜΜΕ) θα πρέπει επιτέλους να σιωπήσουν». 

Ηταν η εποχή που το αντιιμπεριαλιστικό καθήκον των ΜΜΕ ήταν υπεράνω της ενημέρωσης και το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ πήγαινε επίσκεψη στο Βελιγράδι του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς.
Ιδεολογικές αγκυλώσεις
Σε ένα περιβάλλον ταχύτατων αλλαγών, αστραπιαίας ενημέρωσης και πολλαπλών πηγών πληροφόρησης, τα ΜΜΕ όλου του κόσμου είναι σε δύσκολη θέση. Χάνουν τη μονοκρατορία της ενημέρωσης και δεν έχουν βρει ακόμη κάποιο ρόλο. 

Αυτό γίνεται παγκοσμίως, αλλά στην Ελλάδα, μαζί με τα σύνθετα και δομικά προβλήματα υπάρχει και ένα επιπλέον: η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς. Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι που διαμόρφωσαν αυτή την κυριαρχία και αυτοί δεν αφορούν μόνο το γεγονός ότι οι παλιοί αριστεροί ήταν κατά κανόνα πιο εγγράμματοι από τους υπόλοιπους. Από παλιά γράφαμε ότι: «Tο κέντρο και η Δεξιά, αφού κέρδισαν τον Εμφύλιο, είχαν στα χέρια τους το κράτος το οποίο χρησιμοποίησαν όχι μόνο ως όχημα άσκησης της παντοκρατορίας τους, αλλά και ως μηχανισμό παραγωγής στελεχών. 

H Δεξιά, όσο είχε το κράτος, δεν είχε κανένα λόγο να ξοδευτεί σε ιδεολογικές αναζητήσεις. H πολιτική φιλοσοφία έγινε ένας προνομιακός χώρος για την παράνομη ή ημι-παράνομη Aριστερά. Tα κόμματά της δεν είχαν πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, πέρα από εκείνο των ιδεών, και δεν είχαν άλλο μηχανισμό παραγωγής στελεχών πέρα από τους μαζικούς χώρους και τις κομματικές διεργασίες· με όλες φυσικά τις αγκυλώσεις της σταλινικής παράδοσης» («Tο ιδεολογικό έλλειμμα της κεντροδεξιάς στην Eλλάδα», 11.8.1998).

Αυτό είχε διάφορα παρατράγουδα σε διάφορους χώρους παραγωγής ιδεολογίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πριν από μερικά χρόνια όλοι έβριζαν τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά δεν υπήρχε στα ελληνικά κανένα βιβλίο νεοφιλελεύθερων στοχαστών. Δεν είναι, επίσης τυχαίο, ότι το Εθνικό Θέατρο αποφάσισε να ανεβάσει έργο για τα βάσανα του θύτη Σάββα Ξηρού, αλλά ουδείς ποτέ ανέβασε ποτέ κάτι για τα θύματά του. 

Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι ο δεξιών καταβολών Πρόεδρος της Δημοκρατίας ποτέ δεν είπε ότι «πρέπει να εξοντωθεί ο Μινώταυρος του κομμουνισμού» (ο οποίος –στο κάτω κάτω της γραφής– είχε εκατομμύρια θύματα), αλλά ένιωσε την ανάγκη να καταπολεμήσει τον... νεοφιλελευθερισμό! Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν βγήκε από τα μνημόνια, που θέλει επενδύσεις αλλά όχι επενδυτές, που ονειρεύεται να γίνει Βενεζουέλα με δελτίο στα τρόφιμα, στην οποία ο νυν πρωθυπουργός υμνούσε τους μπαχαλάκηδες της Κερατέας ως «πρότυπο αντιμνημονιακού αγώνα» κ.λπ. Τέλος, ας μη θεωρούμε τυχαίο ότι αυτή η χώρα χρεοκόπησε ανυποψίαστη. 

Οι λίγοι που έλεγαν ότι δεν μπορεί ο ελληνικός λαός να συντηρεί κρατική την Ολυμπιακή, με ζημιές 1,5 εκατ. ημερησίως, ή ότι οι αθρόες μονιμοποιήσεις που έκανε στο Δημόσιο ο υπουργός Εσωτερικών Προκόπης Παυλόπουλος θα τινάξουν στον αέρα τα δημόσια ταμεία, ήταν... «Μινώταυροι του νεοφιλελευθερισμού». Επιτυχώς καλύφθηκε η φωνή τους.

Αυτή η χώρα έχει παλαβώσει, επειδή ακριβώς τα ιδεολογικά της ηνία παραδόθηκαν σε μια Αριστερά που παλάβωσε· και λόγω της επιτυχίας της.

 Μόνο που, λόγω της οικονομικής χρεοκοπίας του μοντέλου που προπαγάνδιζε, η ιδεολογική της ηγεμονία φθίνει. Και γι’ αυτό πρέπει να περιμένουμε πολλές υστερικές κινήσεις, όπως οι διαγραφές από το αριστερό Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, τα τέσσερα κανάλια που θέλει να στήσει ο κ. Νίκος Παππάς και τη «ρύθμιση» των ΜΜΕ που έχουν την κακή τάση να... αυτονομούνται, όπως είπε ο κ. Χριστόφορος Βερναρδάκης.  

.Η τυραννία του γελοίου

Λ​​υπάμαι που χάσαμε τον θείο Φαμπρ και δεν θα γιορτάσουμε το ελληνικό καλοκαίρι με καθοδηγητή έναν προκλητικό καλλιτέχνη από μια μικρή χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Αντί να εισάγουμε εξυπνάδα, φαίνεται ότι η μοίρα μας είναι να την εξάγουμε, κρίνοντας από το ενδιαφέρον με το οποίο το ξένο κοινό σαγηνεύεται από τον παλλόμενο πρώην υπουργό που ευαγγελίζεται επαναστάσεις στην καμπούρα άλλων.

 Η καλλιτεχνική επιτροπεία του Γιαν Φαμπρ θα μας άνοιγε τα μάτια σε πολλούς τομείς: θα συμμετείχαμε όλοι –πρωταγωνιστές, όπως μας αρμόζει– στο νέο χάπενινγκ ενός αναγνωρισμένου καλλιτέχνη· θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε (σε βάθος) την πρωτοπορία του Βελγίου με τη δική μας· εάν το έργο του καλλιτέχνη στο Φεστιβάλ Αθηνών συνέχιζε να είναι το ίδιο ανατρεπτικό με τα όσα έχει να δείξει έως τώρα, θα λειτουργούσε σαν καθρέφτης όπου θα μπορούσαμε να δούμε τον εαυτό μας και τις επιλογές των τελευταίων χρόνων.

Χάθηκε, λοιπόν, μια ευκαιρία να δούμε εαυτούς με ξένα μάτια, που λέει ο λόγος, και να γελάσουμε. Και δεν μας δίνονται πολλές αφορμές για γέλια. Αυτή είναι μια θλιβερή αλήθεια του καιρού μας. Την τυραννία την καταπολεμάμε με το γέλιο, το οποίο παρηγορεί τους καταπιεσμένους με το μήνυμα ότι οι αυταρχικοί ηγέτες είναι γελοία ανθρωπάκια, ενώ ο λαός αντέχει και αντιστέκεται. Οταν, όμως, κυβερνούν άνθρωποι που οι πράξεις και η απραξία τους εμπεριέχουν την παρωδία, την απαξίωση, την αυτοϋπονόμευση, ποια σάτιρα, ποια παρωδία, ποιος εξευτελισμός μπορεί να τις αγγίξει; 

Οταν υπουργοί δηλώνουν ότι κλαίνε όταν υπογράφουν συμφωνίες με τις οποίες διαφωνούν, όταν κωμικοί καθοδηγούν τους πολίτες και εκφράζουν τις απόψεις της εξουσίας με σαρκασμό και εμπάθεια, ποια αστεία θα τρυπήσουν τη φούσκα αλληλοθαυμασμού μεταξύ κυβερνώντων και γελωτοποιών; Οταν επιτροπή συνδικάτου, με ορμή πενήντα Ροβεσπιέρων, «τιμωρεί» συναδέλφους επειδή πήραν θέση εναντίον της κυρίαρχης άποψης πριν από το περυσινό δημοψήφισμα, ούτε ο Αριστοφάνης θα μπορούσε να φτιάξει καρικατούρες πιο γελοίες από τους πραγματικούς πρωταγωνιστές. 

Ποια ορθοδοξία ή ποια επανάσταση δεσμεύονται να διαφυλάξουν τα μέλη του συλλογικού οργάνου των δημοσιογράφων; Οταν βλέπουμε τι συμβαίνει στην Τουρκία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, και όπου αλλού περιορίζεται η ελευθερία της έκφρασης, με ποιον αγνό στόχο σπεύδουν οι ίδιοι οι Ελληνες δημοσιογράφοι να υπονομεύσουν τη δική τους πολύτιμη και πάντα εύθραυστη ελευθερία; 

Η γελοιότητα είναι μεταδοτική και αδιέξοδη.
Την τελευταία εβδομάδα παρακολουθήσαμε άλλη μια υπερπαραγωγή μιας κυβέρνησης που όσο περνάει ο καιρός φαίνεται να ασχολείται κυρίως με την προσπάθεια να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη και όχι να παράγει πολιτική και να επιδιώκει λύσεις.

 Ενώ το κύριο πρόβλημα της χώρας είναι η παρατεταμένη παραλυσία της οικονομίας, η οποία θα τελειώσει μόνον όταν λήξει η αξιολόγηση από τους δανειστές, ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του βρήκαν αφορμή να συγκρουστούν με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Χρησιμοποιώντας το προϊόν υποκλοπής τηλεφωνικής συνομιλίας δύο στελεχών του Ταμείου, ο κ. Τσίπρας μπόρεσε για άλλη μια φορά να εκτοξεύσει λεκτικές βολές εναντίον του Ταμείου, της αντιπολίτευσης και των συνοδοιπόρων. 

Καταγγέλλοντας άλλους για «ανοησίες», επέστρεψε με ιερή οργή και στόμφο την ίδια λέξη που χρησιμοποίησε η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ σε απάντηση της αιτίασης του κ. Τσίπρα ότι το Ταμείο επιδίωκε να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε πιστωτικό γεγονός για να πετύχει τους στόχους του στη διαπραγμάτευση.

 Μόνο αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει ο κ. Τσίπρας στον αγαπημένο ρόλο του πρωταγωνιστή έργου επαναστατικού, προς τέρψιν του κομματικού κοινού, ενώ η Ελλάδα έχανε κι άλλο χρόνο, οι Ελληνες έχαναν κι άλλη αξιοπιστία και οι πιστωτές έμεναν σταθεροί στις θέσεις τους.


Η οικονομία, η χώρα, οι πολίτες βρίσκονται σε σημείο που δεν αντέχουν άλλα λάθη. Η συνεχής υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, τα μέτρα χωρίς τέλος, η αγωνία για την εξέλιξη της προσφυγικής κρίσης απαιτούν σοβαρότητα, αποφασιστικότητα και εθνική συνεννόηση. 

Ο,τι άλλο επιχειρείται για να θολώσει τη σκέψη των πολιτών είναι θεατρινισμός, κωλυσιεργία και εξαπάτηση. Οταν οι πρωταγωνιστές –μεγάλοι, μικροί, γνωστοί και ανώνυμοι– δεν γνωρίζουν τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραλόγου, το γέλιο στερεύει γρήγορα. Εξαντλείται η υπομονή. Μόνη επιλογή μένει μεταξύ θλίψης και οργής.  

.Να παραιτηθούν οι σαλτιμπάγκοι

Τα όσα συμβαίνουν με το λιμάνι του Πειραιά είναι χαρακτηριστικά της ανικανότητας, της ανοησίας και της εγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης. Είναι επίσης και η απόδειξη της τεράστιας κωλοτούμπας που έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ κοροϊδεύοντας τον ελληνικό λαό, υφαρπάζοντας την ψήφο του με διαφορετικό πρόγραμμα και εφαρμόζοντας εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχε πει.
Λέει η Νέα Δημοκρατία να παραιτηθεί ο Δρίτσας. Μα γιατί να παραιτηθεί ο άντρας της κυρά Τασίας; Τα ίδια δεν έλεγε και πριν από μήνες; Αν είναι να παραιτηθεί ας βρει το φιλότιμο να το πράξει επειδή δεν συμφωνεί με την κυβερνητική πολιτική, όχι για τις απόψεις του.
Ο Δρίτσας ή ο κολοσσός της πολιτικής, πρώην Πασόκος Χρ. Σπίρτζης, που επίσης διαφώνησε με την πώληση του ΟΛΠ, θα έπρεπε να έχουν την ελάχιστη ευθιξία να μην κάθονται πλέον στα ίδια υπουργικά έδρανα με τους υπολοίπους. Με τι μούτρα δηλαδή θα πάνε στη Βουλή για να κυρώσουν τη συμφωνία; 

Πώς θα πάνε στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο με τον Δραγασάκη που έβγαζε πανηγυρικούς στο Ζάππειο; Με τι μούτρα θα βγουν να διεκδικήσουν ξανά την ψήφο του ελληνικού λαού αν διαφωνούν και δεν παραιτούνται, όχι για τις ιδέες τους αλλά γιατί η κυβέρνηση που υπηρετούν τους έχει αδειάσει τόσο πολύ και τόσο εύκολα;
Βγήκε ο Δρίτσας, επικεφαλής της παράταξης «το λιμάνι της αγωνίας» και κατακεραύνωσε το ΤΑΙΠΕΔ, επικεφαλής του οποίου είναι ο Πιτσιόρλας, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και με εξαιρετικές σχέσεις με το Μαξίμου.
Ο Σπίρτζης ξίνισε τα μούτρα του και είπε «πονάω αλλά υπογράφω». Ο Δρίτσας αφού πέρασε γενεές δεκατέσσερις τον Τσίπρα και την παρέα του είπε ότι παραποίησαν τα λόγια του ενώ κάποια βουλευτής Καρακώστα, έριξε λίγα δάκρυα για το «λιμάνι που ξεπουλιέται».
Δεν είναι λοιπόν αίτημα να παραιτηθούν όλοι αυτοί που σήμερα διαφωνούν με τις ιδιωτικοποιήσεις και παραμένουν στις θέσεις τους μη χάσουν το μπικικίνι και την εξουσία. Θα κριθούν σύντομα για την ξεδιάντροπη στάση τους. Αυτοί που πρέπει να παραιτηθούν είναι οι απίθανοι σαλτιμπάγκοι του Μαξίμου που κάνουν ότι κυβερνούν. 

Οι Τσίπρες, Παππάδες, Δραγασάκηδες και λοιποί «αριστεροί» που διέλυσαν την οικονομία με τις εμμονές τους και τώρα κάνουν αυτά που ήθελε να κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση. Αν άφηναν τον Σαμαρά να ολοκληρώσει τις ιδιωτικοποιήσεις για τις οποίες τώρα κάνουν φιέστα, αν τον άφηναν να πάρει μέτρα που παίρνουν αυτοί δύο και τρεις φορές πιο σκληρά και λένε «κερδάμε Έλληνες στο φορολογικό και το ασφαλιστικό», ίσως η Ελλάδα να μην είχε φτάσει στην κατάσταση που βρίσκεται.

Να παραιτηθούν, λοιπόν, οι σαλτιμπάγκοι της Αριστεράς, οι χαμαιλέοντες του ΣΥΡΙΖΑ και οι γυμνοσάλιαγκες της κυβέρνησης που δεν έχουν τσίπα μέσα τους.

.

.

ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΖΩ ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

.

.

Η ΛΙΣΤΑ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ ΜΟΥ * ΖΩΓΡΑΦΙΩΤΗΣ ΕΔΩ *

.

.

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

.

.