Η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία και πριν, αλλά και στην παρούσα κρίση της, ξέρει
να βάζει μόνο 3 ταυτόσημους στόχους: μεγέθυνση! επέκταση! ανάπτυξη!
Οι δε πολιτικοί της εκφραστές
αναμασάνε συνέχεια τα ίδια λόγια: αν θέλουμε κοινωνική ευημερία θα την
πετύχουμε μόνο μέσω της οικονομικής ανάπτυξης! Από την Αριστερά μέχρι
τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Νέο-φιλελεύθερους
υπάρχει ταύτιση: όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ανάπτυξη, από
την Ελλάδα και την Ευρώπη, μέχρι και τη πιο απομακρυσμένη περιοχή. Όση
περισσότερη ανάπτυξη τόσο το καλύτερο. Καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη; Κάτι
αδιανόητο!
Οικονομία με
λιγότερη ανάπτυξη; Μια τέτοια πρόταση θα έβλαπτε την καριέρα κάθε
πολιτικού που θα την έκανε, ανεξάρτητα του κόμματος που θα ανήκε. Η ιδεολογία
της ανάπτυξης-μεγέθυνσης έχει κυριαρχήσει στην πλειοψηφία των συνειδήσεων των
πολιτών. Ιδίως στις χώρες του «αναπτυγμένου κόσμου», αλλά όχι μόνο. Ο
παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δε μπορούσε παρά να παγκοσμιοποιήσει και την
ιδεολογία που τον συνοδεύει.
Άλλο όμως
ιδεολογία και άλλο οικονομική πραγματικότητα! Γιατί όλες οι
οικονομικές δραστηριότητες γίνονται στα πλαίσια ενός πλανήτη με περιορισμένους πλουτοπαραγωγικούς
πόρους, της εργασίας συμπεριλαμβανομένης. Η πραγματική οικονομία είναι ένα
υποσύστημα αυτού του πεπερασμένου κόσμου.
Υπάρχει μια λανθασμένη υπόθεση: σε
ένα πεπερασμένο σύστημα όπως το δικό μας πλανητικό, δεν μπορεί ένα υποσύστημά
του, όπως είναι η οικονομία, να αυξάνεται απείρως. Η καμπύλη με την οποία
παριστάνουν οι οικονομολόγοι την εξέλιξή της οικονομίας δεν μπορεί να είναι
ανοδική-και μάλιστα εκθετική- χωρίς να τελειώνει ποτέ!
Αυτό φαίνεται να μη γίνεται
αντιληπτό, γιατί η πραγματική οικονομία
ηγεμονεύεται πια από την χρηματοπιστωτική. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας
μπορεί σε ένα βαθμό να παρουσιάζει την προοπτική της αέναης μεγέθυνσης. Αυξάνει
τους όγκους χρήματος με διάφορους τρόπους, μέσω του τραπεζικού συστήματος,
χωρίς μεγάλο κόστος. Στην πραγματική οικονομία όμως, για να παραχθούν
αντικείμενα και αγαθά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες υλικών και ενέργειας, τα
οποία όλο λιγοστεύουν και ακριβαίνουν.
Αυτό που κάνει ο χρηματιστικός
τομέας δεν είναι πραγματική μεγέθυνση, είναι «φούσκα». Δεν μεγαλώνει την
πίτα, απλώς τη φουσκώνει: μέσω του δανεισμού προς την πραγματική καπιταλιστική
οικονομία αυξάνει μεν τον όγκο της παραγωγής της, αλλά θα πρέπει
παράλληλα να αυξηθεί και η ζήτηση για κατανάλωση αυτού του όγκου των προϊόντων
και υπηρεσιών. Αυτή η αύξηση της κατανάλωσης υπερβαίνει το συνήθως το μέσο κατά
κεφαλήν εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών που καλούνται να το καταναλώσουν.
Υπάρχει λοιπόν ανάγκη
για πίστωση και δάνεια προς τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές, καθώς και προς
τις κυβερνήσεις και τα κράτη για χρηματοδότηση της επιπλέον –πέραν αυτής που
επιτρέπουν τα τρέχοντα ετήσια εισοδήματα-ατομικής και κοινωνικής κατανάλωσης.
Αλλά με αυτόν τον τρόπο αυτό που καταναλώνεται επιπλέον είναι το μέλλον μας σαν
παραγωγών αγαθών. Δανειζόμενοι σαν καταναλωτές, καταναλώνουμε στην ουσία τη
μελλοντική προσδοκώμενη παραγωγή μας, σαν παραγωγοί.
Οι δανειζόμενοι (
νοικοκυριά, χώρες) είναι υποχρεωμένοι, από τη μια να συντηρούν το
επίπεδο κατανάλωσης που πέτυχαν μέσω του δανεισμού, αφετέρου να
αποπληρώνουν το δάνειο. Πιέζονται επομένως να αυξάνουν στο μέλλον τα εισοδήματά
τους, άρα και την παραγωγικότητα/αποδοτικότητα τους. Αυτό οδηγεί με μαθηματική
ακρίβεια στην εξάντληση όχι μόνο των παραγωγικών πόρων των απαραίτητων για την
αυξανόμενη παραγωγή, αλλά και των ίδιων σαν παραγωγών. Η μελλοντική
εξάντληση-έλλειψη είναι και η βάση για τη σημερινή «φούσκα» που
δημιουργεί το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Είναι όμως φανερό ότι
μειώνονται συνεχώς οι πραγματικές δυνατότητες να συντηρηθεί η διαδικασία αυτή,
στο άμεσο μέλλον . Η πραγματική καπιταλιστική οικονομία- και ο κινητήρας της (http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/o-kinitiras-tis-pagkosmiopoiisis-retarei)
- που ικανοποιεί την κατανάλωση δε μπορεί να
μεγεθύνεται στο διηνεκές, άρα δε θα μπορεί να μεγεθύνεται αντίστοιχα και η
κατανάλωση. Ακόμα και όταν την ονομάσει κανείς πράσινη ή αειφορική.
Εξαιτίας αυτής της αξεπέραστης
πραγματικότητας έχουμε εξελίξεις και στο πολιτικό
επίπεδο: ενώ μέχρι σήμερα
οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού απεικονίζονταν ως παρεκκλίσεις από το
μοντέλο της ευμάρειας και την κατανάλωσης ή ως σκληρές επιλογές «ακραίων»
φιλελεύθερων, τώρα το τέλος των κοινωνιών της
αφθονίας αντιμετωπίζεται
με ένα κλίμα ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής.
Σήμερα οι εξελίξεις δεν
αφήνουν περιθώριο για διαιώνιση του κυρίαρχου παραδείγματος της ανάπτυξης-κατανάλωσης-
αφθονίας, που επικρατούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια( «χρυσή τριακονταετία»).
Η νέα κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης»( περίοδος συνεχούς κρίσης
και διαρκών αναταράξεων και πιθανών κοινωνικών μετασχηματισμών), δε χρειάζεται
να στηρίζεται στη συναίνεση της μεσαίας τάξης και στην ιδεολογική συμφωνία των
«από κάτω».
Δημιουργείται σε
παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και στην αναπτυγμένη Δύση και Ευρώπη, μια
ατμόσφαιρα γενικευμένης κοινωνικής
ανασφάλειας και παρατεταμένου φόβου. Οι τοπικοί πόλεμοι και το
προσφυγικό ζήτημα συμβάλουν τα μέγιστα σε αυτό. Σε αυτό το περιβάλλον
απαξιώνεται πλήρως μια σειρά θεμελιωδών θεσμών του κοινοβουλευτικού συστήματος
και του φαντασιακού της λαϊκής κυριαρχίας.
Οι αστικοί θεσμοί μπαίνουν σε
μια βαθειά κρίση. Ξεκινώντας από τον αδύνατο κρίκο της Ν. Ευρώπης και
ειδικότερα της Ελλάδας. Και η υπόσχεση της αριστεράς, ότι αν θα αναλάμβανε την
διακυβέρνηση-σε Ελλάδα, Ισπανία και όχι μόνο-θα αποκαταστούσε την αστική
νομιμότητα, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.
Υπάρχει
όμως και ένα καλό σε αυτές τις εξελίξεις. Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε ότι η
κατάσταση δεν αλλάζει «από τα πάνω», έστω και αν βρεθεί στην κυβέρνηση η
αριστερά. Αν στο μεταξύ δεν εμφανιστούν ισχυρά κοινωνικά-πολιτικά κινήματα
θα έχουμε μάλλον ως αποτέλεσμα την επικράτηση παντού αυταρχικών και
σκληρών καθεστώτων.
Ειδικά για την
ελληνική κοινωνία: οι ημέρες της φαινομενικής ευμάρειας έχουν περάσει
ανεπιστρεπτί. Η επιστροφή στην μια από τα ίδια «ανάπτυξη» που ευαγγελίζεται και
η σημερινή κυβέρνηση –της όπως και να την πούμε-αριστεράς δεν πρόκειται να
γίνει με τους όρους που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ. Την αναζωογόνηση της
ελληνικής κοινωνίας θα μπορέσει να την πετύχει μόνο ένα σύγχρονο κοινοτικό
κίνημα συμβουλίων των Ελλήνων «από κάτω», που ξεκινώντας από το
τοπικό επίπεδο θα εγκαθιδρύσει κοινοτικές δομές άμεσης
δημοκρατίας:
στην οικονομία, στις κοινωνικές, στις πολιτισμικές και τις πολιτικές σχέσεις.
Με εφαλτήρες τον αγροδιατροφικό
τομέα, τον ενεργειακό και αυτόν του ήπιου τουρισμού, και με τη στρατηγική
της Τοπικοποίησης-αποανάπτυξης, συνδεδεμένης με τη
δημοκρατική λήψη αποφάσεων από τα κάτω προς τα πάνω με βάση τις
συνελεύσεις των
κάθε μορφής κοινοτήτων και την οργάνωση ενός- διαφόρων επιπέδων- συστήματος
συμβουλίων.
Η στρατηγική αυτή μπορεί να αποδειχθεί – ίσως- η μόνη που μπορεί να μας βγάλει
από τα σημερινά αδιέξοδα, δίχως να αναγκαστούμε να θυσιάσουμε όσα στοιχεία
ισότητας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης έχουν απομείνει.