Η ιταλική εφημερίδα «Λα Στάμπα» έγραφε την Κυριακή ότι,
ανεξαρτήτως αποτελέσματος στο προχθεσινό δημοψήφισμα, η εν λόγω προεκλογική
εκστρατεία καταγράφεται ως η πιο «δηλητηριώδης» στην πρόσφατη ιστορία της
ιταλικής δημοκρατίας: στο ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μήνα ή λίγων
εβδομάδων, «φιλίες ετών χάλασαν», «συγγενείς έπαψαν να μιλάνε μεταξύ τους»,
«οικογένειες χωρίστηκαν στα δύο».
Τον Νοέμβριο, την Ημέρα των Ευχαριστιών, οι New York Times αποτύπωναν τη δυσάρεστη «κληρονομιά» τής πιο διχαστικής προεκλογικής περιόδου στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Τον Νοέμβριο, την Ημέρα των Ευχαριστιών, οι New York Times αποτύπωναν τη δυσάρεστη «κληρονομιά» τής πιο διχαστικής προεκλογικής περιόδου στην πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας.
Η φετινή Ημέρα των Ευχαριστιών θα είναι διαφορετική
για πολλούς Αμερικανούς, σημείωνε η εφημερίδα, εστιάζοντας στα βαθιά τραύματα
που άφησαν ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους οι καμπάνιες του Ντόναλντ Τραμπ και
της Χίλαρι Κλίντον... Παρομοίως, την περασμένη εβδομάδα, ταξιδεύοντας σε μια
μικρή πόλη της Ανατολικής Αγγλίας, είχα μια προσωπική εμπειρία του νέου
διχασμού που τέμνει οριζόντια πολλές δυτικές κοινωνίες.
Συνομιλώντας με μια
μεσήλικη γυναίκα που είχε ψηφίσει υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου
στην Ευρωπαϊκή Ενωση στο βρετανικό δημοψήφισμα του περασμένου Ιουνίου, μου
εξομολογήθηκε ότι «ντρέπεται» για τους συμπολίτες της που χάρισαν στο
στρατόπεδο του «Leave» ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά σε όλη την Αγγλία. Εδειχνε
πραγματικά αποκαρδιωμένη και με έναν τρόπο εντελώς αποξενωμένη από το
περιβάλλον.
Δεν θέλω να σκεφτώ πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα στη Βιέννη ή σε άλλες αυστριακές πόλεις την εβδομάδα που πέρασε. Αλλά είμαι σίγουρος (και το οριακό αποτέλεσμα βοηθάει) ότι και στην Αυστρία η αίσθηση δεν θα ήταν πολύ διαφορετική: εχθρότητα, προσβολές, ρητορική μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στόματα που ανοίγουν και μπορούν να πουν περίπου ό,τι θέλουν, χωρίς τους φραγμούς και τις αναστολές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Αυτή είναι καλώς ή κακώς η νέα «κανονικότητα» με την οποία θα πρέπει να συμφιλιωθούμε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι αν πολλοί Ελληνες ανησυχούσαμε για το «κατάντημα» του δημόσιου διαλόγου στη δική μας χώρα, μπορούμε σήμερα να αισθανόμαστε κάποιου είδους ανακούφιση γιατί δεν είμαστε πια μόνοι μας.
Τώρα όμως υπάρχει ένα πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Γιατί οι λαοί σε προηγμένες και ευημερούσες χώρες του δυτικού κόσμου παίρνουν τόσο «αλλόκοτες» αποφάσεις; Πώς φτάσαμε στο σημείο να πανηγυρίζουμε την εκλογή ενός μετριοπαθούς πολιτικού (στην περίπτωση των επαναληπτικών προεδρικών εκλογών στην Αυστρία) όταν ο ακροδεξιός συνυποψήφιός του άγγιξε το αδιανόητο 47%;
Αλλά όταν η εξαίρεση γίνεται ο κανόνας, το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις που μας ξεπερνάει.
Και ο πάλαι ποτέ βολικός «λαϊκισμός» δεν φτάνει για να εξηγήσει τα πάντα.
Δεν θέλω να σκεφτώ πώς θα ήταν η ατμόσφαιρα στη Βιέννη ή σε άλλες αυστριακές πόλεις την εβδομάδα που πέρασε. Αλλά είμαι σίγουρος (και το οριακό αποτέλεσμα βοηθάει) ότι και στην Αυστρία η αίσθηση δεν θα ήταν πολύ διαφορετική: εχθρότητα, προσβολές, ρητορική μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στόματα που ανοίγουν και μπορούν να πουν περίπου ό,τι θέλουν, χωρίς τους φραγμούς και τις αναστολές ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος.
Αυτή είναι καλώς ή κακώς η νέα «κανονικότητα» με την οποία θα πρέπει να συμφιλιωθούμε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι αν πολλοί Ελληνες ανησυχούσαμε για το «κατάντημα» του δημόσιου διαλόγου στη δική μας χώρα, μπορούμε σήμερα να αισθανόμαστε κάποιου είδους ανακούφιση γιατί δεν είμαστε πια μόνοι μας.
Τώρα όμως υπάρχει ένα πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Γιατί οι λαοί σε προηγμένες και ευημερούσες χώρες του δυτικού κόσμου παίρνουν τόσο «αλλόκοτες» αποφάσεις; Πώς φτάσαμε στο σημείο να πανηγυρίζουμε την εκλογή ενός μετριοπαθούς πολιτικού (στην περίπτωση των επαναληπτικών προεδρικών εκλογών στην Αυστρία) όταν ο ακροδεξιός συνυποψήφιός του άγγιξε το αδιανόητο 47%;
Αλλά όταν η εξαίρεση γίνεται ο κανόνας, το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις που μας ξεπερνάει.
Και ο πάλαι ποτέ βολικός «λαϊκισμός» δεν φτάνει για να εξηγήσει τα πάντα.