«Θα μπορούσα να
πυροβολήσω κάποιον στην Πέμπτη Λεωφόρο χωρίς να μειωθεί η δημοτικότητά μου»
ισχυρίστηκε πριν από λίγες ημέρες ο επίδοξος υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ
Τραμπ. Γνωρίζει ότι η κριτική των αντιπάλων του δεν τον αγγίζει επειδή έχει
καταφέρει εκ των προτέρων να τους κατατάξει, στο μυαλό των ψηφοφόρων του, στην
κατηγορία των εχθρών.
Δεν μπορεί να εκφέρουν γνώμη για τα προβλήματα της χώρας
ακριβώς γιατί αυτοί είναι το πρόβλημα. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο θα
μπορούσε να ισχυριστεί και ο κ. Τσίπρας και μάλιστα με σχετική επιτυχία
τουλάχιστον έως το καλοκαίρι.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός βέβαια υφίσταται σήμερα τη
φθορά των μέτρων. Επικοινωνιακά ωστόσο ακολουθεί την ίδια τακτική με τον κ.
Τραμπ. Με δυο λόγια: σημασία δεν έχει τι λες αλλά ποιος το λέει.
Αυτό φάνηκε
καθαρά, πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά, στην πρόσφατη ομιλία του για την επέτειο
ενός χρόνου διακυβέρνησης. Με τα κριτήρια του ορθού λόγου ήταν μια ομιλία που
δεν μ
πορούσε να σταθεί σε στοιχειώδη κριτική. Ολη στηριζόταν σε μια συνειδητή
διαστρέβλωση. Οτι τα μέτρα που σήμερα παίρνουμε στην πραγματικότητα είναι μια
διαπραγματευτική επιτυχία. Οχι το δραματικό αποτέλεσμα της χειροτέρευσης της
οικονομίας και μιας αυτοκαταστροφικής διαπραγματευτικής τακτικής.
Η ομιλία
αποτελούσε οπισθοδρόμηση και σε σχέση με όσα ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει
παραδεχθεί. Οπως ότι είχε υποτιμήσει τους συσχετισμούς πιστεύοντας έως το τέλος
ότι οι εταίροι θα υποχωρήσουν, με αποτέλεσμα να βρεθεί μπροστά στον εφιάλτη του
Γκρέξιτ. Κινήθηκε σε ένα εικονικό σύμπαν εμφανίζοντας τις υπαναχωρήσεις ως
επιτεύγματα. Και βέβαια δεν έκανε την παραμικρή αυτοκριτική για τις ψεύτικες
υποσχέσεις, τη 13η σύνταξη, τον ΕΝΦΙΑ ή την κατάργηση του Μνημονίου.
Αν η κριτική
ωστόσο επικεντρωθεί σε αυτά τα ζητήματα θα έχει χάσει την ουσία. Γιατί ο
πρωθυπουργός δεν ενδιαφερόταν να απαντήσει με επιχειρήματα στους επικριτές του.
Ο κύριος στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα τείχος ανάμεσα σε «αυτούς» και
«εμάς».
Για να το πετύχει έπρεπε όλοι όσοι διαφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ να
στοχοποιηθούν ως εχθροί. Δεν αρκεί πια η Διαπλοκή. Ολοι είναι συνένοχοι. Οι
μεγαλογιατροί, οι μεγαλοδικηγόροι, οι μεγαλοαγρότες, όσοι έκαναν καμπάνια για
το «ναι» στο δημοψήφισμα και παριστάνουν τώρα τους επαναστάτες, οι πλούσιοι εν
γένει. Οι ψηφοφόροι του κ. Μητσοτάκη, το Κολωνάκι δηλαδή και τα Βόρεια Προάστια
και βέβαια οι δημοσιογράφοι.
Πρόκειται για κλασική σταλινική ή φασιστική
τακτική. Μια τακτική που καταργεί τη δυνατότητα ισότιμου διαλόγου αφού η
αντίθετη άποψη έχει ενοχοποιηθεί πριν καν εκφραστεί με τον στιγματισμό των
προσώπων που την εκφέρουν. Και βέβαια χρησιμεύει για να προστατέψει τους δικούς
μας ψηφοφόρους από το ζιζάνιο της κριτικής. Η Αριστερά των ανοικτών οριζόντων,
του ευρωκομμουνισμού και των μεγάλων δημοκρατικών συνεργασιών ήταν πάντοτε
μειοψηφία στην Ελλάδα