Στην πολιτική και την οικονομία συμβαίνει ό,τι και στο
ποδόσφαιρο: η λάθος τακτική οδηγεί στην ήττα, που ενίοτε μεταφράζεται και σε
οδυνηρό αποκλεισμό, είτε αυτό αφορά αθλητικές διοργανώσεις είτε την Ευρωζώνη ή
τη Συνθήκη Σένγκεν. Αντί να κάνουμε μόνοι μας όλες τις αλλαγές –ή τουλάχιστον
τις περισσότερες– των οποίων η αναγκαιότητα είναι προφανής σε όποιον έχει
αίσθηση του πώς λειτουργούν οι οικονομίες, εμείς –πολίτες, κόμματα, μέσα
ενημέρωσης– από την αρχή επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τη στρατηγική της άρνησης
και την τακτική των καθυστερήσεων.
Για να χρησιμοποιήσω ποδοσφαιρικούς όρους,
σε αντίθεση με άλλες ομάδες –την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο– που
έτρεξαν, η δική μας Εθνική, με άλλον προπονητή και παίκτες κάθε φορά, έπαιζε
συνεχώς καθυστέρηση, ενώ ήταν προφανές ότι έπρεπε να επιτίθεται.
Στο πιο
κρίσιμο ματς, στο οποίο καλώς ή κακώς δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να
τρέξουμε και να παίξουμε γρήγορα, εμείς επιλέξαμε το καταστροφικό, όπως
αποδείχθηκε, κατενάτσιο. Γνωρίζαμε ότι ξεκινήσαμε με το σκορ εις βάρος μας, από
λάθη δικών μας παικτών αλλά και άλλους παράγοντες, ωστόσο ο διαιτητής, αν και
αρχικά ήταν πολύ αυστηρός, αν όχι τιμωρητικός, στη συνέχεια, για δικούς του
λόγους, ήταν μαζί μας. Δεν ήθελε να χάσουμε και να αποκλειστούμε. Ηθελε να
σωθούμε και να παραμείνουμε στην πρώτη κατηγορία.
Αρκεί να δίναμε κάποια
δείγματα γραφής ότι το αξίζαμε. Να παίρναμε πρωτοβουλίες, να κάναμε σουτ, να
σκοράραμε, να δείχναμε ότι κάνουμε αλλαγές σε παίκτες και σύστημα, ότι
μαθαίνουμε από τα λάθη μας και λειτουργούμε διαφορετικά στο γήπεδο. Αλλά εμείς
τίποτα. Παράπονα για όλους και για όλα: έφταιγε το γήπεδο, οι θεατές και,
φυσικά, ο διαιτητής. Κλεισμένοι στην άμυνα επιμέναμε στο μόνο σύστημα που
ξέραμε να παίζουμε: καθυστερήσεις. Ελπίζοντας, οι δυστυχείς, πως με τον τρόπο
αυτό θα προκρινόμασταν. Αλλά, φυσικά, δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα.
Πριν τελειώσει αυτό το δύσκολο ματς (της οικονομίας), άρχισε παράλληλα και ένα δεύτερο, ίσως ακόμη πιο δύσκολο (του προσφυγικού). Και πάλι η κοινή λογική οδηγούσε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να βιαστούμε, να βγούμε μπροστά. Ο χρόνος μετρούσε εις βάρος μας. Αλλά εμείς ξανά καθυστερήσεις.
Πριν τελειώσει αυτό το δύσκολο ματς (της οικονομίας), άρχισε παράλληλα και ένα δεύτερο, ίσως ακόμη πιο δύσκολο (του προσφυγικού). Και πάλι η κοινή λογική οδηγούσε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να βιαστούμε, να βγούμε μπροστά. Ο χρόνος μετρούσε εις βάρος μας. Αλλά εμείς ξανά καθυστερήσεις.
Οι σοβαροί
παίκτες, από τους ελάχιστους που διαθέτει η ομάδα, το φωνάζουν ευθέως πλέον ότι
πρέπει να τρέξουμε γιατί, αν καθυστερήσουμε κι άλλο, όχι απλά θα χάσουμε, αλλά
θα «καούμε». Δεν ξέρω αν έχουμε τον χρόνο να «γυρίσουμε» τα παιγνίδια. Το
βέβαιο είναι πως όσο παίζουμε καθυστέρηση, αποκλείεται να κερδίσουμε.
Το πιο
ανησυχητικό, δε, είναι πως ακόμη και αν αποφασίσουμε τώρα, ξαφνικά, να παίξουμε
επίθεση, να τρέξουμε, ίσως να είναι ήδη πολύ αργά. Είναι ορατός ο κίνδυνος της
συντριβής και στα δύο ματς και του αποκλεισμού και από τις δύο κορυφαίες
ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Θα είναι ένα βαρύ πολιτισμικό σοκ για όλους τους
Ελληνες που θεωρούσαν ως δεδομένο ότι η Ελλάδα θα έπαιζε πάντα στα ευρωπαϊκά
πρωταθλήματα.