Η διαφαινόμενη συμφωνία και το κλείσιμο της
αξιολόγησης διαμορφώνει νέο πολιτικό σκηνικό και δίνει στον κ. Τσίπρα πολιτικό
χρόνο για να διαχειριστεί αυτή τη συγκυρία. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν
Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι να προβάλλουν τη δική τους ατζέντα
Το Σάββατο και την
Κυριακή (14&15 Μαΐου) η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης έχουν
συγκαλέσει εσωκομματικές διαδικασίες.
Στην μεν Δημοκρατική Συμπαράταξη
συνέρχεται η προγραμματική συνδιάσκεψη για να συμφωνηθεί από όλους ένα ενιαίο
προγραμματικό πλαίσιο, στο δε Ποτάμι συνεδριάζει για πρώτη φορά μετά το
συνέδριο του Φεβρουαρίου η ΜΕ.ΣΥ.Α. (Μεγάλη Συνέλευση Αντιπροσώπων), κάτι σαν
την κεντρική πολιτική επιτροπή, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, στα άλλα
κόμματα, ενώ ο επικεφαλής του Ποταμιού το Σάββατο θα απευθύνει χαιρετισμό στο
συνέδριο της Δράσης.
Οι κομματικές
διαδικασίες στα δύο κόμματα πραγματοποιούνται υπό τα νέα πολιτικά δεδομένα που
διαμορφώνονται αφενός από την υπερψήφιση του Ασφαλιστικού, την Κυριακή το βράδυ
από τη συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ και αφετέρου
από την κατ’ αρχήν απόφαση του Eurogroup την Δευτέρα, με την οποία, κακά τα
ψέματα, η χώρα «αλυσοδένεται» μακροχρόνια, όπως εύστοχα σχολίασε η Δημοκρατική
Συμπαράταξη σε πολιτική συνεχούς προσαρμογής και επανακαθορισμού της ελληνικής
κοινωνίας.
Μέχρι τώρα τόσο η Φώφη
Γεννηματά όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης επικεντρώθηκαν σε σφοδρή κριτική στους
κυβερνητικούς χειρισμούς -λογικό αφού είναι κόμματα της αντιπολίτευσης- κι
έδειξαν να αναμένουν πως η τακτική του Αλέξη Τσίπρα θα τον οδηγήσει υποχρεωτικά
σε ταχείες πολιτικές εξελίξεις.
Φαίνεται όμως ότι τα
πράγματα παίρνουν άλλη τροπή.
Η διαφαινόμενη συμφωνία με τους ευρωπαίους
δανειστές και το συνακόλουθο κλείσιμο της αξιολόγησης με την καταβολή μεγάλης
δόσης, διαμορφώνει νέο πολιτικό σκηνικό και δίνει στον κ. Τσίπρα πολιτικό χρόνο
για να διαχειριστεί, αν μπορέσει, αυτή τη συγκυρία.
Οι
δυο μεγαλύτεροι κομματικοί σχηματισμοί του ενδιάμεσου χώρου, μολονότι σωστά
επισημαίνουν τις βαριές κοινωνικές επιπτώσεις των επιλογών του κ. Τσίπρα και
της κυβέρνησής του, εμφανίζονται επί του παρόντος αμήχανοι να διατυπώσουν
εναλλακτικές επιλογές
Το ερώτημα, ως εκ
τούτου, που προκύπτει είναι κατά πόσο θα μπορέσει η Δημοκρατική Συμπαράταξη και
το Ποτάμι να προβάλλουν τη δική τους πολιτική ατζέντα. Να επανακαθορίσουν το
πολιτικό τους στίγμα και πρωτίστως να χειραφετηθούν και αυτοκαθοριστούν κι
όχι να υποχρεούνται να διαλέξουν αν θα είναι με τον Αλέξη ή τον Κυριάκο, όπως
επιχειρεί να επιβάλλει το Μέγαρο Μαξίμου και ορισμένοι παράγοντες των ΜΜΕ.
Οι δυο μεγαλύτεροι
κομματικοί σχηματισμοί του ενδιάμεσου χώρου, μολονότι σωστά επισημαίνουν τις
βαριές κοινωνικές επιπτώσεις των επιλογών του κ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του,
εμφανίζονται επί του παρόντος αμήχανοι να διατυπώσουν εναλλακτικές επιλογές που
θα απαντούν στη δυσαρέσκεια της κοινωνίας.
Η επιτακτικότητά τους
να μιλήσουν καθαρά για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι πασιφανής. Ποιες
όμως μπορεί να είναι αυτές και πώς θα γίνουν κοινωνικά αποδεκτές;
Η απάντηση
δεν είναι εύκολη. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα την γνωρίζουμε αν δεν
προσπαθήσουν να τη δώσουν. Και όπως συμβαίνει σε κάθε μεταρρύθμιση, δεν μπορεί
να είναι ουδέτερη ιδεολογικά ούτε αφυδατωμένη από τις βασικές αρχές της
σοσιαλδημοκρατίας τις οποίες-grosso modo-αποδέχονται τα δύο κόμματα.
Ωστόσο δεν μπορεί να
βασίζεται σε αντιλήψεις περί κοινωνικής συνοχής και το ρόλο του κράτους του ΄70
και του ΄80 γιατί «Things have changed», όπως εύστοχα τραγούδησε ο
Ντίλαν. Και η κοινωνία και η οικονομία και το ίδιο το κράτος και ίδια η εποχή
μας, εντέλει.
Είναι, λοιπόν,
ολοφάνερο πως απαιτείται σύγχρονος, αντιλαϊκιστικός λόγος που θα περιέχει
απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα της κοινωνίας κι όχι σε ιδεατά ερωτήματα,
όπως συμβαίνει στη μετακομμουνιστική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. Κι ας δυσαρεστηθούν
ορισμένοι για τα κεκτημένα τους. Στον άξονα αυτό οφείλει να κινηθεί με τις
προτάσεις της η επιτροπή διαλόγου αυτονομημένη από τις κομματικές ηγεσίες.
Με άλλα λόγια η
Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι οφείλουν να μιλήσουν για συγκεκριμένες
ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα αντιμετωπίζουν τις παθογένειες δεκαετιών και
θα διαμορφώνουν τη νέα κοινωνική συνοχή, όπως έγινε τη διετία 2010-2012 και στα
μέσα της δεκαετίας του ‘90 με το πρόσταγμα του εκσυγχρονισμού.
Η μεταρρύθμιση
Διαμαντοπούλου στην Παιδεία, η Διαύγεια, ο Καλλικράτης, ο οικονομικός
εισαγγελέας κ.α. με τις ατέλειες και τα κενά τους αποτελούν πυξίδα.
Η προγραμματική
συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και η συνεδρίαση της ΜΕ.ΣΥ.Α. του
Ποταμιού, δύναται να αποτελέσουν την αφετηρία μιας τέτοιας πορείας. Επαφίεται
στην Φώφη Γεννηματά και στον Σταύρο Θεοδωράκη να τολμήσουν αγνοώντας τις
εσωτερικές ισορροπίες και τις αβαρίες προσώπων και καταστάσεων.