Αντισυνταγματικός, λοιπόν, ο νόμος Παππά
για τις τηλεοπτικές άδειες, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και
τώρα, τι; Επιστροφή στο καθεστώς ανομίας που επικράτησε επί 27 χρόνια
κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ; «Όχι» απαντά η κυβέρνηση. Νέος διαγωνισμός, με βάση
τις επιταγές του Συντάγματος και τις προβλέψεις του -υπό σύσταση, εφόσον
υπάρξει διακομματική συναίνεση- ΕΣΡ για μόνιμη αδειοδότηση.
Μέχρι τότε, ωστόσο, νέος νόμος-«γέφυρα» για τη χορήση
βεβαιώσεων λειτουργίας σε όποιον καναλάρχη -παλιό, νέο, ή... επίδοξο- έχει να
δώσει επτά εκατ. ευρώ ετησίως και μπορεί να συντηρεί 400 άτομα προσωπικό. Από
τις τέσσερις άδειες, δηλαδή, σε μια δυνητικά πλήρη ασυδοσία...
Δεν μπορώ στο σημείο αυτό να μην αναρωτηθώ
πόσα κανάλια χρειάζεται πραγματικά αυτός ο τόπος, πόσα κανάλια χρειάζεται ο
Έλληνας τηλεθεατής. Έτι περαιτέρω, πώς τα φαντάζεται αυτά τα κανάλια, πώς θα
ήθελε να λειτουργούν, ποιο θα προτιμούσε να είναι το περιεχόμενο και το
πρόγραμμά τους, εάν του δινόταν η ευκαιρία να γίνει για μια μέρα... καναλάρχης.
Και δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι, την ώρα που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
«στήνεται» ένα... πάρτι υπέρ της απόφασης του ΣτΕ και κατά του απορριφθέντος
νόμου Παππά, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα παράδοξο φαινόμενο. Οι Έλληνες πολίτες,
οι τηλεθεατές που φέρονται να επιθυμούν την πολυφωνία -ή, απλά, θέλουν να έχουν
τη δυνατότητα για περισσότερο... ζάπινγκ στις τηλεοπτικές τους οθόνες-
«πριμοδοτούν» με υψηλά νούμερα τηλεθέασης ένα κανάλι, όπως το Mega.
Τι συμβαίνει, αλήθεια, με το άλλοτε κραταιό κανάλι της Μεσογείων; «Αθόρυβα», συνεχίζει να βρίσκεται στις οθόνες μας, ανατρέποντας τους κανόνες της τηλεοπτικής λογικής. Χωρίς, στην ουσία, πρόγραμμα, με «κονσέρβες», επαναλήψεις, ταινίες και ένα δελτίο καιρού κάθε απόγευμα, καταφέρνει να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις και πολλές φορές στην κορυφή της τηλεθέασης, την ώρα που τα αντίπαλα κανάλια έχουν επενδύσει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε νέες εκπομπές και σειρές, αλλά και στον τομέα της ενημέρωσης.
Το... παράδοξο, ωστόσο, δεν περιορίζεται εκεί. Τα υψηλά νούμερα τηλεθέασης μεταφράζονται σε μεγάλο μερίδιο και στη διαφημιστική «πίτα», ωστόσο, την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι παραμένουν απλήρωτοι για περισσότερους από έξι μήνες, καθώς οι λογαριασμοί του τηλεοπτικού σταθμού είναι δεσμευμένοι. Έτσι, το Mega δείχνει να έχει... μεγάλη τηλεοπτική αντοχή, αλλά το ζήτημα είναι πόση διαθέτουν πλέον οι εργαζόμενοι...
Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει, λόγω των περιστάσεων, στο Mega, είναι ένα «πείραμα» για το μέλλον της τηλεόρασης. Χωρίς δημοσιογράφους, χωρίς ενημερωτικά δελτία, χωρίς ζωντανές εκπομπές, βγάζει 24ωρο πρόγραμμα και κάνει και νούμερα «τρελά» σε συγκεκριμένες ζώνες τηλεθέασης και συγκεκριμένα ηλικιακά κοινά.
Και
για όλα αυτά, αρκεί μονάχα ένας άνθρωπος, θα μπορούσαμε να πούμε, που να μην
ξεχνάει να πατάει το «play»...
Εάν λοιπόν αυτό το «μοντέλο» λειτουργεί, τότε για ποια πολυφωνία στους τηλεοπτικούς σταθμούς μιλάμε; Κατά πόσον δικαιούμεθα να πανηγυρίζουμε για τις θέσεις εργασίας που διατηρούνται στους σταθμούς που θα παραμείνουν σε λειτουργία, όταν το τηλεοπτικό κοινό προκρίνει στην πράξη ένα «modus operandi», το οποίο δεν απαιτεί την παρουσία δημοσιογράφων, για να ευοδωθεί;
Εάν λοιπόν αυτό το «μοντέλο» λειτουργεί, τότε για ποια πολυφωνία στους τηλεοπτικούς σταθμούς μιλάμε; Κατά πόσον δικαιούμεθα να πανηγυρίζουμε για τις θέσεις εργασίας που διατηρούνται στους σταθμούς που θα παραμείνουν σε λειτουργία, όταν το τηλεοπτικό κοινό προκρίνει στην πράξη ένα «modus operandi», το οποίο δεν απαιτεί την παρουσία δημοσιογράφων, για να ευοδωθεί;
Και επανέρχομαι σε έναν
προβληματισμό, τον οποίο έχω διατυπώσει και παλαιότερα: ποιος ο ρόλος ημών, των
δημοσιογράφων, στο σύγχρονο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο; Πώς και πού τοποθετούμαστε
σε αυτό;
Και αν είμαστε τόσο «αναλώσιμοι», ώστε ο μεγαλύτερος, άλλοτε, τηλεοπτικός
σταθμός της χώρας, να συνεχίζει να λειτουργεί, απλά και μόνο με το... πάτημα
ενός κουμπιού, τότε... για ποιες θέσεις εργασίας χαιρόμαστε, πατέρα, και
χαμογελάμε;
Μήπως, τελικά, το μόνο που ζητά ο Έλληνας τηλεθεατής από τα αγαπημένα του κανάλια, είναι λίγο-πολύ το... αλήστου μνήμης «σεξ, μπάλα και καράτε», το οποίο, επί δεκαετίες ολόκληρες, ήταν η συνταγή επιβίωσης των συνοικιακών σινεμά;
Μήπως, τελικά, το μόνο που ζητά ο Έλληνας τηλεθεατής από τα αγαπημένα του κανάλια, είναι λίγο-πολύ το... αλήστου μνήμης «σεξ, μπάλα και καράτε», το οποίο, επί δεκαετίες ολόκληρες, ήταν η συνταγή επιβίωσης των συνοικιακών σινεμά;
Βασ. Αναστασόπουλος