Οι σκηνές από τα Διαβατά και τα Τέμπη είναι η γενική
δοκιμή της δεύτερης πράξης του δράματος. Κι αν το σκηνικό της πρώτης πράξης
είναι τα νησιά του Αιγαίου, το σκηνικό της δεύτερης μεταφέρεται σε ολόκληρη την
χώρα. Εκεί που εγκλωβίζονται πληθυσμοί ολόκληροι οι οποίοι όχι μόνον δεν έχουν
σχέση με την ελληνική κοινωνία, αλλά και δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση.
Παρακολουθούσα προχθές τις σκηνές από την αποβίβαση των μεταναστών στο λιμάνι
του Πειραιά. Ταλαιπωρημένοι, εξαθλιωμένοι, αλλά καθόλου φοβισμένοι και χωρίς
κανένα αίσθημα ευγνωμοσύνης απέναντι στους οικοδεσπότες τους. Απαιτούσαν νερό
και τροφή και φώναζαν γιατί δεν το είχαν αμέσως. Φοβισμένοι, και μάλλον
ενοχικοί, όσοι τους υποδέχονταν. Προς Θεού μην κατηγορηθεί λιμενικός ότι δεν
μίλησε στον πληθυντικό σε μετανάστη.
Λυπάμαι
πολύ αλλά στο τέλος Φεβρουαρίου του 2016 θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Η
συμβίωση με τους πληθυσμούς των Ασιατών και των Αφρικανών δεν θα είναι
προσωρινή. Θα διαρκέσει και θα είναι μια κατάσταση η οποία δεν θα έχει καμία
σχέση με ό,τι γνωρίζαμε. Η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών όταν
κατέρρευσαν τα κράτη του σιδηρού παραπετάσματος και ήρθαν Αλβανοί, Ρουμάνοι,
Ρώσοι, Γεωργιανοί.
Πληθυσμοί ομόδοξοι ως επί το πλείστον, σε πολλά χωριά ακόμη
οι παππούδες μιλούσαν αρβανίτικα, πληθυσμοί που προέρχονταν από λαούς που λίγο
ώς πολύ στη διάρκεια των αιώνων είχαν μοιραστεί την ιστορική τους μοίρα μαζί
μας. Ηθελαν να εγκατασταθούν εδώ, να εργαστούν, να φτιάξουν οικογένειες και
έμαθαν ελληνικά.
Υπήρχε και
τότε ισλάμ στα Βαλκάνια. Μόνον που το βαλκανικό ισλάμ ήταν πάντα ήπιο, λόγω
οθωμανικών καταβολών και το αραβικό ισλάμ δεν είχε ακόμη ριζοσπαστικοποιηθεί.
Ποιος υπολόγιζε τότε την ισλαμοποίηση της κοσμικής Τουρκίας; Ποιος θα
φανταζόταν στη δεκαετία του ’90 ότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το έκτρωμα του
Ισλαμικού Κράτους; Ποιος μπορούσε να φαντασθεί το Charlie Hebdo ή το Bataclan;
Οι
πληθυσμοί που περνούν σήμερα στην Ευρώπη θέλουν να σωθούν από την αγριότητα των
εμφυλίων ή την οικονομική εξαθλίωση, μένει όμως να αποδειχθεί αν θέλουν και αν
μπορούν να αφομοιωθούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μένει να αποδειχθεί αν η
Ευρώπη θέλει και μπορεί να τους αφομοιώσει. Το βέβαιο είναι ότι οι χώρες του
πρώην ανατολικού μπλοκ δεν θέλουν.
Κάνουν ό,τι έκαναν στην πρόσφατη Ιστορία
τους: χτίζουν τείχη εν είδει σιδηρού παραπετάσματος. Το βέβαιο επίσης είναι ότι
η Γερμανία, για μια ακόμη φορά, δεν μπορεί να επιβάλει την πολιτική της βούληση
ακόμη και στους στενούς συγγενείς της, όπως η Αυστρία και η Σουηδία.
Τέλος, το
βέβαιο είναι ότι ούτε ένας δεν θέλει να μείνει στη χώρα μας. Και τι θα συμβεί
αν κλείσουν τα σύνορα και αναγκαστούν να μείνουν; Θα θυμώσουν. Και εναντίον
ποίων θα στραφεί ο θυμός τους; Οχι βέβαια εναντίον των Αυστριακών, των Ούγγρων
και των Σκοπιανών. Θα στραφούν εναντίον των Ελλήνων που τους κρατούν εγκλωβισμένους.
«Στασιωτικόν δε και το μη ομόφυλον» που λέει και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά»
του. Και όσο κι αν μας περισσεύουν τα ανθρωπιστικά αισθήματα και όσο κι αν η
πολιτική ορθότης δεν μας επιτρέπει, σε σημείο βλακείας, να κρίνουμε τους
ανθρώπους από τη φυλή τους και το θρήσκευμά τους, λυπούμαι πολύ, αλλά αν αυτό
ισχύει για τους Ελληνες, αυτό δεν ισχύει για το αραβικό ισλάμ.
Οφείλουμε
να παραδεχθούμε ότι μέχρι στιγμής η ελληνική κοινωνία επέδειξε και ανοχή και
αντοχή. Υπήρξαν και οι εξαιρέσεις. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις. Ομως αυτός ήταν ο
κανόνας. Εχουμε συνηθίσει στην ανικανότητα του κράτους μας και σε μεγάλο βαθμό
έχουμε χάσει τα αντανακλαστικά μας. Καλύπτουμε τη συλλογική μας μοιρολατρία με
τα νεύρα μας και την αγανάκτησή μας, όμως τίποτε απ’ αυτά δεν την αναιρεί.
Εξάλλου
και το προσφυγικό-μεταναστευτικό αντιμετωπίσθηκε, όπως στην αρχή η οικονομική
κρίση, ως προσωρινή κατάσταση. Ακόμη και η κ. Μέρκελ στην αρχή μιλούσε για δύο
χρόνια, μετά για πέντε και τώρα πια δεν αναφέρεται σε χρονοδιάγραμμα.
Με την Ευρώπη
κλινικά νεκρή, όπως έγραψε η Μοντ, και την ελληνική πολιτεία σε κώμα, το
πιθανότερο είναι πως η κατάσταση θα παγιωθεί. Ακόμη κι αν κάποιοι, σίγουρα
πάντως όχι η Γερμανία ή η Γαλλία, σκέφτονταν απ’ την αρχή να φορτώσουν στην
Ελλάδα που την αντιμετωπίζουν σαν ορνιθώνα το πρόβλημα, εμείς κάναμε ό,τι
μπορούσαμε για να τους βοηθήσουμε. Φτάσαμε να διαπραγματευθούμε σαν
Χατζηαβάτηδες την ανταλλαγή χρέους με τους πρόσφυγες – και πολύ φοβούμαι ότι οι
δόλιοι κυβερνώντες το σκέφτονται ακόμη με την κουτοπονηριά που τους διακρίνει.
Οσο για
τον προοδευτικό λυρισμό καλά κρατεί. Φοβούνται, λέει, την ακροδεξιά
ριζοσπαστικοποίηση της κοινής γνώμης που θα προκαλέσει η κατάσταση. Μήπως θα
πρέπει να αρχίσουμε να φοβόμαστε και την ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση στις
πόλεις μας, και στην ύπαιθρό μας όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι εγκλωβιστούν
ανάμεσά μας;
Ή μήπως αυτό δεν είναι πολιτικώς ορθό να το σκέφτεσαι; Θα μου
πείτε έχει ξανασυμβεί. Οι κρίσιμες μάχες των ρωμαϊκών εμφυλίων έγιναν στην
Ελλάδα. Μένουν μερικές μάχες σουνιτών και σιιτών για να ανακτήσουμε την
ιστορική μας συνείδηση. Η διαφορά είναι ότι αυτοί δεν θα μας πουν, όπως ο
Καίσαρ, ότι δεν θα μας καταστρέψουν για χάρη του κλέους των προγόνων μας. Διότι
πολύ απλά δεν τους ξέρουν.
Είθε η
κρίση να πείσει την Ευρώπη ότι χωρίς στιβαρή πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να
συνεχίσει άλλο. Και είθε να μας πείσει ότι προκειμένου να σώσουμε τα
πολιτισμικά αντανακλαστικά, του έστω ελάχιστου πολιτισμού μας, το μόνο που μας
μένει είναι να πετάξουμε στα σκουπίδια όλες τις ιδεοληψίες των τελευταίων
σαράντα ετών.